//////////////////////////////////////////////////////////////
Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας
//////////////////////////////////////////////////////////////
Θα μπορούσε να ήσουν εσύ που διαβάζεις τώρα αυτές τις
λέξεις. Θα μπορούσε να ήμουν εγώ. Θα μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε. Έτσι, για
την ιστορία, ας πούμε ότι τον λένε Γιάννη.
Είχα καιρό να τον δω, πάνε βδομάδες. Τυχαία ανταμώσαμε
και είπαμε να πιούμε ένα καφέ, να κάνουμε μια κουβέντα αγχωτική κι αυτή,
λαχανιασμένη όπως τα περισσότερα πλέον πράγματα που κάνουμε στη ζωή μας ή όπως
μας ορίζουν άλλοι να τα κάνουμε. Εξάλλου, όπως λέει και ο Sartre, «l'enfer c'est les autres».
Τραβιέται ο φουκαράς από δω κι από κει, χρόνια άνεργος,
μια λέει να το παλέψει εδώ με όση δύναμη ψυχής του έχει απομείνει, μια λέει να
πάει στο εξωτερικό. Η ηλικία αρχίζει να μη βοηθάει πια, πατημένα πενήντα.
- Ξέρεις, Τρύφωνα, δεν είναι λίγα τα βράδια εκείνα που
δεν κλείνω μάτι. Αν δε δούλευε η γυναίκα μου η Μαρία, δεν ξέρω τι θα χα
απογίνει. Όλες οι πόρτες κλειστές. Παρακαλάω τον Θεό να με συγχωρέσει γιατί δεν
σου κρύβω ότι δεν είναι λίγες φορές που νιώθω μια ανακούφιση που δεν αξιώθηκα
να κάνω παιδιά!!! Πραγματική κατάντια, να νιώθεις τυχερός που δεν έκανες
παιδιά...
- Κουράγιο ρε Γιάννη, για όλους είναι δύσκολα. Ήταν οι
μόνες λέξεις που βρήκα αρχικά πρόχειρες να του πω. Ο καφές μέτριος ελληνικός,
μέτριος κυριολεκτικά όπως τα περισσότερα που μας περιβάλλουν, κατέβαινε δύσκολα
κάτω. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω κουράγιο μέσα μου για
να δώσω κουράγιο στον φίλο μου.
- Κουράγιο ρε Γιάννη, του είπα για δεύτερη φορά. Εκείνος
με κοίταζε με ραγισμένο βλέμμα. Συνέχισα:
- Έχεις την υγειά σου, έχεις ένα
κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, έχεις τη Μαρία που σε αγαπάει. Κάτι θα
γίνει,θα αλλάξουν τα πράγματα, θα δεις.
Άρχισε να γελάει:
- Τώρα που είπες κεραμίδι, μού λέει,
ξέρεις τι άλλο μου συνέβη τελευταία ; Μιλάμε για κορυφαία φάση, εκεί που λες
ότι το έχεις τερματίσει το παράλογο, αυτό εξακολουθεί να καλπάζει αφηνιασμένα.
- Τι έγινε πάλι;
- Συν όλα τα άλλα τα όμορφα, έτρεχα τον περασμένο μήνα
στην εφορία. Μου έβαλαν ΕΝΦΙΑ για ένα σπίτι που έχω πουλήσει, πάνε δέκα περίπου
χρόνια τώρα!!! Με τις προσαυξήσεις, το μαλλί πήγε περίπου στο χιλιάρικο, το
διανοείσαι ;;;;!!!
Πήγα να πνιγώ καθώς τον άκουγα να μου τα λέει αυτά.
- Καλά ρε συ, δεν είχες κάνει συμβόλαιο;
Δεν το είχες δηλώσει τότε στην εφορία ;
- Φυσικά ρε Τρύφωνα. Και τότε έκανα ότι όριζε ο νόμος και
τώρα τους προσκόμισα πάλι τα πάντα, όλα τα στοιχεία.
- Και;
- Μου ζήτησαν συγνώμη λέγοντας μου ότι πιθανόν να είχαν
χαθεί τα στοιχεία στο σύστημα !!!
- Ήμαρτον !!
- Θα γίνει τελικά διόρθωση αλλά υπάρχει πρόστιμο 140 ευρώ
επειδή θα γίνει εκπρόθεσμα !!!
- Έλεος !! Τι έκανε λέει ;;;;!! Εκείνοι έκαναν λάθος και
θα πληρώσεις και πρόστιμο από πάνω;;!!
- Όπως το ακούς ! Θα μου κάνουν χάρη όμως επειδή είμαι
άνεργος και το πρόστιμο θα πέσει τελικά στα 105 ευρώ !!! Πρέπει να πω κι
ευχαριστώ στα κτήνη, το καταλαβαίνεις ;;;;!!!
Ακούγοντας όλα αυτά τα εξωφρενικά που μου έλεγε ο
Γιάννης, με έλουσε κρύος ιδρώτας και τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν. Σε μια
γωνιά της καφετέριας νόμισα ότι είδα τον Beckett και τον Ionesco να μου
χαμογελάνε ενώ ο Sartre βάραγε καμπάνες μέσα στο κεφάλι μου : « Η κόλαση είναι
οι άλλοι, η κόλαση είναι οι άλλοι ».
Μείναμε στο καφέ μέχρι που πήρε να βραδιάζει. Οι λέξεις
έγιναν νότες. Νότες μελαγχολικής σονάτας ανοιξιάτικα. Ένα γιασεμί που δε λέει
να ανθίσει. Όταν είπαμε καληνύχτα, τον παρατηρούσα καθώς απομακρυνόταν σκυφτός
και γερασμένος. Βαριόμοιρη χώρα μου, αναλογίστηκα.
Δεν ξέρω Jean-Paul αν η τελικά η κόλαση είναι οι άλλοι.
Αυτό που ξέρω είναι ότι εκείνοι που διαφεντεύουν τις μοίρες μας είναι σάρκα από
τη σάρκα μας. Ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο χειρότερος εαυτός μας. Δεν
μπορείς να τον ξεγελάσεις, δεν μπορείς να τον αιφνιδιάσεις, σε ξέρει σαν
κάλπικη δεκάρα και μια ολόκληρη ζωή αγωνίζεσαι (αν αγωνίζεσαι) εναντίον του.
Καληνύχτα Γιάννη. Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα..