Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Το δώρο

/////////////////////////////////////////////////////////////////
Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας
/////////////////////////////////////////////////////////////////











Leonid Afremov, oil on canvas, palette knife

KISS IN THE PARK


Ο ήχος από τη βροχή που έπεφτε στο τζάμι τον ξύπνησε απότομα.
Ένας ήχος μονότονος, ένας ήχος σαν επανάληψη κουρασμένης νότας σε ξεκούρδιστο πλήκτρο.
Ξεκούρδιστα και τα πόδια του. Το μυαλό του έκανε κόπο για να συνέλθει από το βύθισμα του ύπνου. Με τα χίλια ζόρια τα κατάφερε.

Σύρθηκε μέχρι τον νιπτήρα του μπάνιου να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Γρήγορα μετάνιωσε.
Στράφηκε προς το παράθυρο, το άνοιξε κι έστρεψε το βλέμμα του προς τον ουρανό. Καλύτερα έτσι. Αστραπιαία η βροχή έλουσε το πρόσωπό του όπως η μάνα αγκαλιάζει το παιδί της. Είναι φορές που η βροχή είναι στοργική. Πολύ. Άλλες φορές πάλι, μητριά γίνεται.

Ο Δημήτρης ήπιε τον καφέ του βασανιστικά αργά. Μέτριος, όπως τα περισσότερα πράγματα και άνθρωποι στη ζωή του. Κάθε γουλιά και μύριες σκέψεις. Το μυαλό του είχε συνέλθει και έτρεχε με σπασμένα φρένα. Έτρεχε συνέχεια στην ίδια λεωφόρο, μονάχα ευθεία, λες και δεν υπήρχαν άλλοι δρόμοι, άλλες κατευθύνσεις, άλλες στροφές αριστερά ή δεξιά.
Χίλιοι δρόμοι, ένας δρόμος. Χίλιες σκέψεις, μία σκέψη.
Τι δώρο να πάρει στη Μελίνα ;

Ντύθηκε πρόχειρα και βιαστικά, έκλεισε τη πόρτα πίσω του και βγήκε από το μικρό διαμέρισμα στο υπόγειο. Σήμερα το διαμέρισμα του φαινόταν ακόμα μικρότερο, ασφυκτικά στενό. Και τα παράθυρα, θα λεγε κανείς ότι τα παράθυρα δεν υπήρχαν πια, είχαν εξαφανιστεί. Μόνο τοίχοι. Υγροί, θεόρατοι τοίχοι.

Έξω η βροχή, μια δυνάμωνε, μια αραίωνε σαν ξεκούρδιστο πιάνο. Τα ισχνά, κακοφυτεμένα δενδρύλλια στον πεζόδρομο έμοιαζαν πιότερο με σκουπόξυλα καρφωμένα ανάποδα στη γη. Τα φυλλαράκια τους πάλευαν να ανθίσουν κι άλλο. Με τόση ρύπανση όμως...
Ήθελε να βρέχει συνέχεια, να βρέχει δυνατά, να μην υπάρχουν άλλοι, να περπατάει μόνος του. Λες και τον άκουσε η βροχή και του έκανε τη χάρη. Ο ουρανός άνοιξε για τα καλά και το ξεκούρδιστο βρόχινο πρελούδιο εξελίχθηκε σε οργασμική συμφωνία εγχόρδων, πνευστών και κρουστών οργάνων. Μπήκε στον μικρό φούρνο του κυρ-Φάνη.

Ο κυρ-Φάνης με την άσπρη του ποδιά φουσκωμένη από τη κοιλιά του,με τον καλοσυνάτο λόγο του και το πλατύ, αυθεντικό χαμόγελο έμοιαζε με πραγματικό αρχοντάνθρωπο. Η δε μπουγάτσα του ξακουστή σε όλη τη πόλη. Έρχονται από όλα τα σημεία γι΄ αυτή. Το φύλλο της καμωμένο με μαστοριά και μεράκι κρατάει καλά φυλαγμένα μέσα του τη γλυκιά ή αλμυρή γεύση. Το αλεύρι, το λάδι, το βούτυρο, όλα άριστα μοιρασμένα και καλοζυμωμένα. Το δε άρωμά της μεθυστικό, ικανό να σε κάνει να παραμερίσεις για λίγα λεπτά όλες σου τις έγνοιες.
Όλες εκτός από τη Μελίνα.
Ο Δημήτρης είχε σπάσει το κεφάλι του τι δώρο να της πάρει πλην όμως δεν κατέληγε πουθενά. Και πώς να βγάλει άκρη ; Με σκάρτα τρια κατοστάρικα, μαύρα, partime στη κωλοκαφετέρια, τι δώρο μπορούσε να της κάνει ;

Εκείνη, κόρη μεγαλοεργολάβου, δικηγόρος στο επάγγελμα, σιγά να μην είχε προσέξει το γκαρσονάκι. Ήταν σίγουρος πώς αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη του. Ήξερε πως χρησιμοποιούσε το μετρό και τον ηλεκτρικό για να πάει στο γραφείο της, την είχε ακολουθήσει μια βροχερή μέρα σαν τη σημερινή. Στον φούρνο του κυρ-Φάνη την είχε ανταμώσει πολλές φορές. Προχθές, την άκουσε να λέει στο κινητό της - ποιος ξέρει σε ποιον μιλούσε - ότι σκεφτόταν για τη γιορτή της να κάνει δώρο στον εαυτό της ένα ταξίδι. Κάπου μακριά γιατί είχε, λέει, μπουχτίσει από τα ίδια και τα ίδια.
Τυχεροί όσοι βαριούνται τα ίδια και τα ίδια και μπορούν να τα αλλάξουν. Τυχεροί ή ικανοί ; Ο Δημήτρης έκανε συχνά την ερώτησή στον εαυτό του αλλά απάντηση δεν έπαιρνε.


City Tango by Christopher Clark

Ήταν όμορφη η Μελίνα, πολύ όμορφη. Είχε τον ήλιο στα μαλλιά που έπεφταν αέρινα στους ώμους της. Το φεγγαρόφωτο στα μάτια και τα χείλη κόκκινα σαν αίμα. Όλα πάνω της εξύφαιναν χάδι ερωτικό και το χαμόγελό της μπαξές με ροδόδεντρα, ζέρμπερες, αμαρυλλίδες, μιγκέδες, γαρύφαλλα και υάκινθους.
Αύριο είναι η γιορτή της. Ο Δημήτρης σκεφτόταν συνέχεια και άκρη δεν έβγαζε. Τι δώρο μπορούσε να της πάρει, τι δώρο ;


PASSION EVENING — PALETTE KNIFE Oil Painting On Canvas By Leonid Afremov -

Την ακολούθησε με το βλέμμα του καθώς εκείνη άνοιγε τη πόρτα του φούρνου του κυρ-Φάνη. Βγήκε έξω και η θηλυκή φιγούρα της έγινε ένα με τη βροχή, σταγόνα ερωτική, ονειρικός δροσός, κάλεσμα ηδονικό.
Πόσο πόθησε ο Δημήτρης, πόσο λαχτάρησε η ψυχή του να βγει κι εκείνος ευθύς αμέσως έξω στη βροχή και να αγγίξει τα χέρια της Μελίνας, τα δάκτυλά της, τα κρινοδάκτυλά της. Πόσο λαχτάρησε ο Δημήτρης να γίνει ουρανός και η Μελίνα το γαλάζιο χρώμα του.
Δεν την ήξερε, ήταν δύο άγνωστοι μεταξύ τους αλλά η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από έρωτα για κείνη, μόνο για εκείνη. Σαν ένας πολύτιμος λίθος από δάκρυ ευτυχίας και από βαθύ φιλί στα χείλη όταν χαράζει. Σαν Θασίτικη αστροφεγγιά...
Για μια στιγμή, τόσο δα μικρή, φευγαλέα, βιαστική, τα βλέμματά τους ενώθηκαν. Θεέ μου, πόσο όμορφη ήταν ! Ο Δημήτρης ένιωσε να στάζει μέσα του πευκόμελο και φως. Τη παρατηρούσε αχόρταγα να προσπαθεί να ανοίξει την ομπρέλα της και τη βροχή να πέφτει στα μαλλιά της. Νούφαρα στις Πρέσπες... και ερωδιοί... και κορμοράνοι...
Βρεγμένα λευκά άνθη, οι σταγόνες της βροχής πάνω της. Ο Δημήτρης θέλησε να μαζέψει τα λουλούδια όλης της γης, να τα κάνει κοράλια και να τα απλώσει στα πόδια της.
Μόνο για τη Μελίνα...

Η βροχή τη πήρε μαζί της. Χάθηκε μέσα στη γκρίζα απεραντοσύνη της μεγαλούπολης. Μια άλλη βροχή ήρθε, η καθημερινότητα, να πλημμυρίσει κι αυτή με τη σειρά της τον Δημήτρη. Κι εκείνα τα δενδρύλλια δεν άντεχε άλλο να τα βλέπει έτσι σαν σκελετωμένες ελπίδες που έμοιαζαν, σαν ισχνά σκουπόξυλα βουτηγμένα ανάποδα στη λάσπη. Αβάσταχτα έγιναν όλα μονομιάς γύρω του. Άνθρωποι και αυτοκίνητα ασήμαντες κουκκίδες, όλα έρημος δίχως όαση.
Ένας δειλός ήλιος άρχισε να βγαίνει σιγά-σιγά μέσα από τα σύννεφα και οι αχτίδες του σκόρπισαν τις σταγόνες της βροχής. Μια υγρασία έμεινε, μια κουφόβραση, να κολλάνε όλα πάνω σου, κολλημένη κι η ζωή σου να μη πηγαίνει βήμα παρακάτω. Είναι κάτι μέρες...
Είναι κάτι μέρες σαν το πρόσωπο μας, το βλέμμα μας. Άλλες έχουν ψυχή και είναι ζωντανές και άλλες άψυχες, σκοτωμένες, σακατεμένες.
Υπάρχουν μέρες που μοιάζουν με ένα μικρό παιδί που αγαπάμε. Υπάρχουν μέρες που ένα μικρό παιδί πεθαίνει και η ψυχή μας φτερουγίζει μακριά.
Οι μέρες είναι σαν τον καφέ, είναι γλυκές, πικρές, μαύρες, έχουν ή δεν έχουν άρωμα.
Ο Δημήτρης αναπόλησε για λίγο τις μέρες εκείνες όταν ήταν παιδί που δεν είχε σχολείο κι ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Αυτό τότε σήμαινε πολύ παιχνίδι και σαφώς λιγότερες έγνοιες. Είναι στιγμές που η άγνοια είναι σκέτη ευλογία. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει μεγαλώνοντας και δεν σου καίγεται καρφί γι΄ αυτό.
Οι μέρες πάλι είναι σαν τα κεριά, άλλα αναμμένα, άλλα σβηστά.

«Του μέλλοντος οι μέρες στέκονται μπροστά μας

σαν μια σειρά κεράκια αναμμένα

χρυσά, ζεστά και ζωηρά κεράκια

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν

μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων

τα πιο κοντά βγάζουν καπνό ακόμη

κρύα κεριά, λιωμένα και κυρτά »

Οι μέρες είναι νεράιδες, άλλες είναι συνεχώς κοντά σου και σου κρατούν συντροφιά τραγουδώντας σου γλυκούς σκοπούς, άλλες πάλι τις κυνηγάς μια ζωή ή γίνονται χίμαιρες και σε καταδιώκουν.

«- Ποις εδε τ νεράιδα Κυμοθόη,

το πέλαου τ λαχτάρα κα το φρο,

πο εν᾿ ξω π τ πρόσκαιρα τς πλάσης

κα πέρα π τ βρόχια το καιρο;

γ εδα τ νεράιδα Κυμοθόη

ν ποτίζ τ θεο τραγουδιστ

στο βασιλι τς Θούλας τ ποτήρι...

θνητς  θεος, μακάριος πο θ πιε. »

Κάποιες μέρες είναι σαν το σπίτι που γεννιόμαστε κι αφήνουμε πίσω μας αναζητώντας άλλα σπίτια. Θα μας προσμένει πάντα να γυρίσουμε, γυρίσουμε – δε γυρίσουμε σ΄ αυτό.

« Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι

στοιχειό είναι και με προσκαλεί· ψυχή, και με προσμένει.

Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα

στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ' όλα του τα νιάτα.

Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·

και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.

Της πόρτας του η παλαϊκή κορώνα, ώ! να η καμάρα!

Μόνο οι χορδές της λείπουνε για να γενεί κιθάρα

να συνοδέψει του σπιτιού τ' ολόχαρο τραγούδι

προς το παιδί· γυρίζω ανθρός, δροσιά, ξεπεταρούδι,

πάω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη,

στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι.

[...]

Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.

Στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει.»

Άλλες φορές, οι μέρες μας είναι σαν τις μικρές αγγελίες.


«Διατίθεται πόγνωσις

ες ρίστην κατάστασιν,

κα ερύχωρον διέξοδον.

Σ τιμς εκαιρίας.

νεκμετάλλευτον κα εκαρπον

δαφος πωλεται

λλείψει τύχης κα διαθέσεως.

Κα χρόνος

μεταχείριστος ντελς.

Πληροφορίαι: διέξοδον

ρα: Πσα. »

Οι μέρες είναι καθρέπτης της ψυχής. Όσο δε κοιτάζεις, δεν σε κοιτάζει κι εκείνος.

«λα τ ποιήματά μου γι τν νοιξη

τέλειωτα μένουν.

Φταίει πο πάντα βιάζεται  νοιξη,

φταίει πο πάντα ργε  διάθεσή μου.

Γι᾿ ατ ναγκάζομαι

κάθε σχεδν ποίημά μου γι τν νοιξη

μ μι ποχ φθινοπώρου

ν᾿ ποτελειώνω.

»

Οι μέρες όμως πάνω απ΄ όλα, αναλογίστηκε ο Δημήτρης, κυρίαρχα και παντοδύναμα είναι ΑΓΑΠΗ !
Μόνο η ΑΓΑΠΗ σώζει και οδηγεί στην ΑΝΑΣΤΑΣΗ !
Όχι μόνο ως συναίσθημα αλλά ως κατάσταση υπερβατική, άπαν σύμπαν, επέκεινα, έκρηξη διαγαλαξιακή και κατακλυσμιαία ενέργεια, φωτοδότρα και ζωογόνα.
Στην ήττα, στην απώλεια αγαπημένων ανθρώπων κυριολεκτικά ή αλληγορικά όπου η ελπίδα σου γίνεται ανάμνηση, όταν πέφτεις κάτω, όταν στέκεσαι μπροστά στο σταυροδρόμι της ζωής, ν΄ αγαπάς τον εαυτό σου, ν΄αγαπάς τους άλλους για ν΄ αγαπήσουν και οι άλλοι εσένα.
Το ποιος αξίζει ή δεν αξίζει, λίγο, πολύ ή περισσότερο είναι δεύτερη και τρίτη ανάγνωση, λογικά επόμενα, συμφραζόμενα και συμπαραμαρτούντα.
Η αγάπη όμως είναι η αρχική σπίθα, το εναρκτήριο λάκτισμα, η αγάπη όχι μόνο ως σοκολατάκι, τρυφερό τραγούδι, λούτρινο αρκουδάκι ή ένα τριαντάφυλλο.
Η αγάπη με την έννοια της αρετής, της συμπόνοιας, της ευγένειας και της αφοσίωσης.
Τα παραπάνω είναι αγώνας σκληρός, καθημερινός, ατελεύτητος.



Art Painting — Melody Of The Night — PALETTE KNIFE Landscape Art Oil Painting On Canvas by Leonid Afremov -


Ο Δημήτρης περπατούσε παρέα μ΄ έναν ήλιο που έπαιζε κρυφτούλι με τα σύννεφα.  Γύρω του, δίπλα του, οι άνθρωποι τον προσπερνούσαν άλλοι μιλώντας με ανάριες φωνές, άλλοι ψιθυριστά, οι περισσότεροι πάντως κοίταζαν με « νεκρό μάτι » . Όλοι προχωρούσαν μπροστά κι όλοι έμοιαζαν να βρίσκονται στο ίδιο σημείο. Άνθρωποι – δενδρύλλια, ισχνά δενδρύλλια καρφωμένα ανάποδα σαν σκουπόξυλα στην άκρη του δρόμου.

Το βλέμμα του έπεσε σ΄ ένα σύνθημα γραμμένο σ΄ έναν τοίχο.

« Οι βιολέτες τσάκισαν τα βράχια » .


 Βλέποντάς το, ο Δημήτρης ξεκίνησε να σκέφτεται κάτι βαθύτερο κι άρχισε να αναρωτιέται ποιοι είναι βιολέτες και ποιοι είναι βράχια. Ύστερα από λίγο σταμάτησε να το σκέφτεται. Ο εαυτός του ή η ζωή η ίδια – δεν μπορούσε να ξεχωρίσει – τον οδήγησε στο να χαμογελάσει πικρά.  « Μαλακίες που πάνε και γράφουνε », σκέφθηκε. Γρήγορα το μετάνιωσε. Πόσο το σιχαινόταν αυτό, να μετανιώνει, πόσο ανάγκη είχε να ακουμπήσει κάπου, σε κάτι στέρεο, σταθερό, να τα δώσει όλα, κάποιος που να τον καταλαβαίνει, κάπου όπου να μπορεί να λέει : Ανήκω εδώ, ανήκω εδώ !
Η ώρα περνούσε όπως ο άνεμος πάνω από τα στάχυα. Σε λίγο θα πιανε δουλειά στη κωλοκαφετέρια. Ίδιες πάνω-κάτω φάτσες, έτσι του φαίνονταν όλοι, ίδια λόγια, ίδιες μυρωδιές, ίδιες κινήσεις και όλα ακίνητα, όλα ανέκφραστα, πετρωμένα στο λιγοστό του ανθρώπινου χρόνου.
Σαν παράνομη αχτίδα ήλιου μέσα από χαραμάδα ξεπρόβαλε πάλι η μορφή της Μελίνας στο μυαλό του. Βασανιστικό το ερώτημα, δεν έλεγε να φύγει. Σφηνοτουβλάκι. .
« Τι δώρο να της πάρω ; Τι ; Και πώς θα της το δώσω, δεν γνωριζόμαστε, δεν με ξέρει, δεν έχουμε μιλήσει καν ! » . Χίλιες δυο ιδέες περνούσαν από το μυαλό του αλλά δεν κατέληγε πουθενά.

- CD ; Μπααα, απελπιστικά συνηθισμένο, άσε που δεν ήξερε τι μουσική άκουγε.
- Ρούχο ;
- Παπούτσια ;
- Τσάντα ;
- Πορτοφόλι ;
- Μαντήλι ;
- Άρωμα ;

Δεν άντεξε και μούτζωσε τον εαυτό του. « Πας καλά ρε μαλάκα ; Πρώτον με τι λεφτά, δεύτερον τι ακριβώς θα διαλέξεις, δεν έχεις ιδέα από όλα αυτά και τρίτον δεν γνωρίζεις τι μέγεθος, τι νούμερο φοράει » .

Να της πρότεινε να πάνε κάπου να φάνε, να της έκανε το τραπέζι ; Μα δεν τον ήξερε, πώς θα βγεις για φαγητό με έναν άγνωστο ; Δύσκολοι καιροί βλέπετε για εμπιστοσύνη, βαδίζουμε όλοι τοίχο – τοίχο για να μη μας κλέψουν. Τη ψυχή μας.

Σκεφτόταν, σκεφτόταν και άκρη δεν έβγαζε. Λίγο ακόμα και θα έσκαγε, τι δώρο να έπαιρνε στη Μελίνα ;

- Έ, αγόρι, είσαι να βάλεις ένα χεράκι ; Είναι πολλά τα γαμημένα, ο βοηθός αρρώστησε κι εγώ δεν είμαι πια νέος να τα κουβαλήσω μόνος μου τα κωλοχρώματα και τ΄ άλλα υλικά στον τρίτο όροφο, χάλασε και το μπουρδέλο το ασανσέρ. .

Έμοιαζε να έχει βγει από το πουθενά, εκείνος ο μεσόκοπος άντρας. Βραχύσωμος με μαύρο σκουφί και πυκνά άσπρα γένια. Καχεκτικός έδειχνε, με σκαμμένο και ξερακιανό πρόσωπο. Στο χέρι του κρατούσε ένα μαντήλι και σκούπιζε το ιδρωμένο του πρόσωπο ενώ η λερωμένη επαγγελματική του φόρμα μαρτυρούσε άνθρωπο της πιάτσας και του μεροκάματου. Στεκόταν στη πίσω ανοιγμένη πόρτα ενός βαν στο οποίο ήταν αποτυπωμένη ανάγλυφα η ταυτότητα της εταιρείας :

Ανάγλυφο διακοσμητικό
Πλαστικό χρώμα νερού
Οικολογικό »
Μυκητοκτόνο χρώμα
Μονοστόπ ματ
Αδρανή υλικά
Υαλότουβλα
Κόλλες – Στόκοι – Γυαλιστικά και πολλά άλλα σε απίστευτες τιμές και με την ασύγκριτη ποιότητα της CENTER !

Η φωνή ήχησε ξανά στα αυτιά του :

- Ε, νεαρέ, κουφός είσαι ; Σ΄εσένα μιλάω, είσαι ή δεν είσαι ;
- Αμέ, αν είμαι λέει !!

Ούτε κατάλαβε ο Δημήτρης πώς του έφυγαν σαν πύραυλος αυτές οι λέξεις κοιτάζοντας το περιεχόμενο του βαν που σχημάτιζε ένα μικρό βουνό !

Χύμηξε καταπάνω στα πεντόλιτρα και άρχισε να τα βγάζει από το βαν και να ανεβαίνει σαν αφηνιασμένος τις σκάλες.

Η ώρα πέρασε γρήγορα, ούτε που το κατάλαβε. Στη δουλειά θα πήγαινε αργότερα, κάτι θα βρισκε να πει, στη τελική ας του έλεγε το αφεντικό ότι ήθελε. Ο Δημήτρης είχε μπουχτίσει από μαύρο χρώμα μέσα του και λαχταρούσε ν΄ αλλάξει χρώμα. Ανεβοκατέβαινε τις σκάλες σαν τρελός.
Όταν τελείωσε δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Τα πόδια του έτρεμαν, η μέση του τον πέθαινε και τα χέρια του δεν τα ένιωθε καθόλου. Ήταν ένας πόνος από πάνω μέχρι κάτω. Οι λέξεις με δυσκολία έβγαιναν από το στόμα του.

- Αγορίνα, ξηγήθηκες τσίφτικα και ο Στελλάρας αχάριστος δεν είναι ! Τσάκω ένα σαραντάρι κι ένα δεκαρικάκι έξτρα να χτυπήσεις κανά μπυρόνι !

Μούσκεμα στον ιδρώτα, σχεδόν ξέπνοος ο Δημήτρης του είπε :

- Κυρ- Στέλιο, δε θέλω λεφτά, μπορείς να μου δώσεις δύο πεντόλιτρα από το κόκκινο το χρώμα ;

Ο Στέλιος έβγαλε το σκούφο του κι έξυσε απορημένος το κεφάλι του.

- Χμμμ . . περίεργα μου τα λες Δημητράκη, δε γουστάρεις να πάρεις τα φράγκα ; Πάει καλά, τσάκω τους κουβάδες και να σαι καλά, ο Στελλάρας σε χαιρετά !

Ο Δημήτρης άρπαξε τα πεντόλιτρα κι έγινε καπνός.

Αποτέλεσμα εικόνας για CLASSICAL DANCE     - Palette knife Oil Painting on Canvas by Leonid Afremov -

CLASSICAL DANCE

  - Palette knife Oil Painting on Canvas by Leonid Afremov -

Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Το βραδινό πέπλο είχε πέσει πάνω από τη μεγαλούπολη κι έκρυβε την ασχήμια της. Ήταν μια νύχτα αλλιώτικη για τον Δημήτρη. Μπορεί να ήταν βράδυ αλλά ο ήλιος έλαμπε μέσα του. Δεν τον ένοιαζε τίποτα πια. Ήταν γλάρος και είχε ανοίξει τα φτερά του. Ούτε τα βρώμικα και σπασμένα πεζοδρόμια, ούτε τα ισχνά σκελετωμένα δενδρύλλια με τα λιγοστά φυλλαράκια ούτε οι άνθρωποι που τον προσπερνούσαν σαν να ήταν αόρατος. Δεν έδινε δεκάρα για τα μπινελίκια του αφεντικού, μπορεί και να τον έδιωχνε από τη δουλειά. Δεν υπήρχαν πια αφεντικά για τον Δημήτρη. Απόψε δεν θα έβρεχε. Ούτε μια σταγόνα δεν θα έριχνε.

Έχοντας σκαρφαλώσει πάνω στον τοίχο της παλιάς εγκαταλελειμμένης μάντρας, κρεμασμένος ανάποδα με ένα πινέλο στο χέρι έμοιαζε με περίεργο ακροβάτη, σαν μια μεγάλη αράχνη ήταν. Έγραφε με μεγάλα γράμματα και τα περνούσε με το κόκκινο χρώμα ξανά και ξανά, άπειρες φορές στον μεγάλο άσπρο τοίχο απέναντι από τις ράγες του τρένου.

Το πρωί, η Μελίνα που θα περνούσε με το τρένο για να πάει στη δουλειά της θα τα έβλεπε, δεν γινόταν να μην έβλεπε τα πελώρια κόκκινα γράμματα :

     ΜΕΛΙΝΑ Σ΄ ΑΓΑΠΩ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΟΛΗ Η ΠΟΛΗ ΝΑ ΤΟ ΜΑΘΕΙ !


/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////


ΥΓ :  Ευχαριστώ τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Κωστή Παλαμά και τη Κική Δημουλά για την ευλογία των στίχων τους.

Οδός Σίνα, αριθμός 31 ( I.F.A. )

  ///////////////////////////////////////////////////////////////   Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας /////////////////////////////////////////...