Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Angelo e Marina - Άγγελος και Μαρίνα




 Miranda in Shakespeare's The Tempest as painted by John William Waterhouse

Painting showing Miranda observing the wreck of the King's ship.



John William Waterhouse (1849-1917), Miranda—The Tempest, 1916



                                         ///////////////////////////////////////////////////





Angelo e Marina ( Άγγελος και Μαρίνα )



Di Tryfonas "Tito" Papaleonidas



In una città lontana viveva una bellissima ragazza che si chiamava Marina. Aveva il sole nei capelli, la luce della luna negli occhi e labbra rosse come il sangue. Affrontava i problemi e le preoccupazioni con un soriso più bello del goiello più costoso del mondo.

Inoltre, Marina aveva un motivo in più per esser felice. Aveva dato il suo cuore ad un ragazzo che l' amava dello stesso amore. Il loro amore era il loro biglietto per la libertà, la redenzione, la rinascita. Per la prima volta, Marina si sentiva così.

La neve si scioglieva in montagna e la terra fioriva. Migliaia di odori e colori componevano un luogo magico di bellezza indicibile che solo una volta si permetteva di esistere. Quando era primavera...

Quando era autumno, i rami degli alberi spogli di foglie cantavano tristi perché l' azzuro del cielo si sarebbe perso e si sarebbe fatto grigio. Il suolo accettava con affetto le prime gocce di pioggia ringraziando il Signore per la vita seminata da Lui. Gli uccelli si davano un appuntamento per l' anno seguente anche se sapevano che i più grandi non sarebbero tornati e i nuovi sarebbero venuti.

La nostra città avrebbe continuato al proprio ritmo forgiando il desiderio e l' aspirazione per un futuro migliore sull' incudine della noia, dell' indifferenza, della paura, della sventura. Vedete, tutti sognano per qualcosa di meglio tuttavia chi ha il coragio di combattere per conquistarlo?

Una notte che il vento tirava forte, le nuvole si sono addensate. La pioggia ha cominciato a cadere molto forte. A casa di Marina regnava la pace di serenità, di semplicità. Improvvisamente, un colpo e poi un altro si sono sentiti alla porta.

- Chi è? Marina si è domandata. Quello che aspettava da lungo tempo era venuto. Ora chi era? Lei, si è avvicinata alla porta, ha esitato per qualche secondo e l' ha aperta.

Un ragazzo pallido, zuppo d' acqua si trovava di fronte a lei. I suoi occhi bruciavano come il carbone. Sembrava esausto.

- Perdonami se ti ho spaventata. La tempesta mi ha trovato sulla strada. Non conosco nessuno qui. Dove posso trovare un piccolo angolo di riposo? Vengo da lontano e vado più lontano. Mi chiamano Angelo.

Lo sguardo di Marina si è rotto: - Entra sconosciuto, benvenuto a casa mia. Ti darò dei vestiti asciutti e ti preparerò qualcosa da mangiare. Mi chiamo Marina.

Angelo non si ricordava di aver mai sentito una tale calma e dolcezza nella sua anima. Per tutta la vita, lui, aveva cercato di trovare nella nebia dell' agonia l' unica, la sola. Tante decisioni affrettate, tanti errori. Ora, ora tremava domandandosi: la fata che stava di fronte a lui era reale oppure è stato un altro errore, un' illusione?

La notte è passata tranquilla. Angelo si è addormentato profondamente.

I giorni sono passati da allora. Angelo ha messo radici nella città e il suo tempo passava come l' aria sopra la pianura. Però una preoccupazione lo tormentava: Marina. L' aveva amata prima ancora d' incontrarla. La sua vita sembrava vuota senza di lei. Un giorno ha deciso: sarebbe andato da lei, le avrebbe detto che l' amava come il fiore ama il sole, come l' assetato ama l' acqua. Angelo ha sentito immediatamente il sangue scorrere caldo nelle sue vene. La joia è fiorita dentro di lui. Armato di gentilezza e coraggio è andato da lei. Non ci ha messo molto tempo per arrivarci. Era pronto a suonare quando ho sentito la voce di un altro uomo venire da dentro:

- Marina, sei il respiro del mio respiro, quando sono con te, non c'è luogo, non c' e tempo!

Quelle parole hanno colpito Angelo come un tuono. La risposta di Marina è stata il colpo di grazia:

- Ti amo, sei il re del mio cuore!

Angelo si è allontanato rapidamente. Poco dopo, il tramonto l' ha trovato a combattere con le onde nel vasto mare di dolore mentre la sue fidele compagna, la solitudine, l' invitava ancora una volta a dormire insieme.

Ha raccolto in fretta le sue cose ed è andato via. Nessuno ha mai sentito parlare di lui. Marina era dispiaciuta quando ha saputo che lui era sparito. Non riusciva a capire perché: - L' ho trattato come un vera amica. Perché è sparito? Che peccato!

Ci pensava e non poteva capirlo. Ma si è dimenticata rapidamente di lui. Non importava. Lei, era innamorata e tutto il resto era piccolo, insignificante come i granelli di sabbia, come le forniche scacciate dal piede umano.

La nostra città avrebbe continuato al proprio ritmo forgiando il desiderio e l' aspirazione per un futuro migliore sull' incudine della noia, dell' indifferenza, della paura, della sventura. Vedete, tutti sognano per qualcosa di meglio tuttavia chi ha il coragio di combattere per conquistarlo?


Tryfonas "Tito" Papaleonidas





                     //////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////



PS 1: Sento il bisogno di chiedere una grande scusa alla lingua greca, alla mia lingua. La versione italiana della mia storia "Angelo e Marina" - "Άγγελος και Μαρίνα" è un po'  povera. Mi trovo all' inizio dello studio della lingua italiana quindi sono debole. 'E difficile da trasferire la magia e la ricchezza della lingua greca in un' altra lingua. Ho provatto il più possibile.



PS 2: Un grande ringraziamento alla mia insegnante, Sig.ra Elisabetta Molinario.


Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Ο πολτός


 




////////////////////////////////////////////////////////////////////

Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας

////////////////////////////////////////////////////////////////////




Είναι πολύ δύσκολο, πολλές φορές σχεδόν αδύνατο ν΄ αντισταθείς.

Στον πολτό..

Όλα αλεσμένα, λιωμένα εκεί μέσα, στραπατσαρισμένα, με άμορφη μορφή, χαοτικό σχήμα ωσάν αφέγγαρο φεγγάρι.

Πρέπει να ενδώσεις, πρέπει να ακολουθήσεις, όπως οι άλλοι φέρονται να φερθείς. Ο πολτός δεν σηκώνει αντιρρήσεις, θέλει ομοιογένεια, ομοιομορφία, ομοφωνία.

                               .....................................................

Πολτός : Άντε ρε εξυπνάκια, ξερόλα, εσύ τι παριστάνεις τώρα, τι μας το παίζεις, θολοκουλτούρα κι έτσι ; Ό,τι γουστάρει θα κάνει ο πολύς ο κόσμος στο φέϊς και στ΄ άλλα σόσιαλ, ότι θέλει θ΄ ανεβάζει, ξηγηθήκαμε; Άντε να 'ούμε!!!

Εγώ : Τι είναι το φέϊς; Το πρόσωπο κάποιου;

Πολτός : Ώχου αδερφούλη μου, μάς μοστράρεις και για μορφωμένος, κολοκύθια μόρφωση. Το facebook ρεεεε!! Καλά, μιλάμε, σε κόβω για πολύ τζουράσικ κατάσταση, πουρόσαυρος ετών πεντακοσίων και βάλε!

Εγώ : Να με συμπαθάς, δεν το ήξερα, όλα τελικά στη ζωή είναι γνώση, αυτό ομολογουμένως μού είχε διαφύγει.

Πολτός : Ρε μίλα νορμάλ ελληνικά, άκου «διαφύγει» !!! Σιγά μην είσαι φυγάς και κουβάς και ο Σάκης ο Ρουβάς!!!

Εγώ : Δεν σου κρύβω ότι πολλές φορές έτσι νιώθω σ΄ αυτή τη χώρα..

Πολτός : Τι, Ρουβάς;;;; χαχαχαχα, άραξε μεγάλε, ληγμένα παίρνεις;;; Μάλλον για κουβά σε κόβω!!

Εγώ : Όχι, φυγάς.

Πολτός : Αααα, είπα κι εγώ, που να σε καταλάβω ρε τζουράσικ με τα μπαμπινιώτικα που χρησιμοποιείς;;;

Εγώ : Έχεις δίκιο (χαμογελάω πικρά), εγώ μπαμπινιώτικα, εσύ μπαμπουινίστικα, που να συναντηθούμε;

Πολτός : Άρχισες πάλι τα κουλά; Πσσστ, σου πω, σε κόβω και για ψιλοφασιστάκο, δηλαδή και καλά, άμα δεν μιλάμε και δεν σκεφτόμαστε σαν κι εσένα, εσύ μας βάζεις σε μπλακ λιστ σε χρόνο ντε τε.

Εγώ : Φασίστας, μαύρη λίστα, εγώ;;;;;;;;;!!!

Πολτός : Όχι μαύρη λίστα, μπλακ λιστ να λες.

Εγώ : Χριστέ μου, το ίδιο δεν είναι;

Πολτός : Don΄t know ρε φίλε,το δικό μου πάντως είναι πιασάρικο, είναι trendy, το δικό σου είναι μούφα!! Μαύρη λίστα και η θεια μου χόρευε στη πίστα, να 'ούμε!!!

Εγώ : Βλέπω έκανες και ρίμα (χαμογελάω πάλι πικρά )..

Πολτός : Αλά τι νόμιζες; Ξέρεις πόσα likes παίρνω γω με τα ποιήματα που γράφω; Ναααα, ψοφάνε οι γκόμενες, τα πιπινάκια να δεις, και οι μεγάλες μη σου πω, όλοι γράφουν ποίηση στο φέϊς, και γαμώ τις φάσεις!!!

Εγώ : Ποίηση;;;;;;; Γαμώ τις φάσεις;;;;; Θεέ μου, δώσε μου κουράγιο ν΄ αντέξω..

Πολτός : Δε σου 'πα εγώ πριν ότι σε κόβω για ψιλοφασιστάκο, εεεε;;;; Τι έγινε, τραβάς κανά ζόρι και δεν εγκρίνεις; Άκου ένα κορυφαίο, μιλάμε είναι ανπαίκταμπλ!! Ο τίτλος είναι όλα τα λεφτά!!

Ψυχανεμίζομαι

Ήρθες κοντά μου
με αγγελικό πρόσωπο,
πήρες τους δαίμονες της νύχτας μακριά
και μακριά ο πόνος έφυγε
φιλί το δάκρυ έγινε
και με την απουσία σου ενώθηκα

Ατέλειωτες οι ώρες,
σπασμένοι οι δείκτες στο ρολόι
γέροντας ο έρωτας
στο δρόμο με τις πέτρες,
πέτρα και η καρδιά μου

Καλά μιλάμε σούπερ, ε τζουράσικ, τι λες;

Εγώ : Υποκλίνομαι, τύφλα να χει ο Νερούδα κι ο Χικμέτ μπροστά σε τέτοιον γίγαντα της ποίησης!!

Πολτός : Ποιοι είναι αυτοί τώρα; Τίποτα μπαρμπαΘόδωροι σαν κι εσένα;

Κάτσε να ρίξω και καμιά φωτό να είναι παρεάκι με τη ποιηματάρα, κανά ξεκωλάκι, κανά γυμνό, κανά ζευγαράκι να φασώνεται γιατί χωρίς εικόνα δε παίζει, δε λέει.

Εγώ : Είπαμε, τύφλα να χει ο Νερούδα κι ο Χικμέτ, μη σου πω ο Ελύτης κι ο Βρεττάκος!!!

Πολτός : Ναι καλά, να σου πω ρε ξερόλα τζουράσικ, ο Ελύτης, χμμ.. αυτός κάτι μου λέει,  ο άλλος ο, πώς τον είπες, Μπρατάκος;

Εγώ : Βρεττάκος, ήμαρτον πια!!

Πολτός : Καλά, καλά, whatever, σου πω, όλοι αυτοί θα έπαιρναν τα likes που παίρνω εγώ;

Εγώ : Δε ξέρω αλήθεια, πώς θα βρεις τις λέξεις για να μιλήσεις για τις λέξεις αυτών των ποιητών.

Δεν υπάρχει κερί τόσο δυνατό να κολλήσεις τα φτερά σου εκεί που πας. Είναι ήλιος εκεί που πας και θα καείς.

Πώς να περιγράψεις την αλήθεια, τη πραγματική ποίηση;

Πρέπει να κάνεις να (συν)υπάρξουν το φως που σε λούζει, το νερό που σε μουσκεύει με τον αέρα που αναπνέεις και το χώμα που πατάς.

Δεν είναι λίστα γεγονότων για να τα κάνεις ένα σωρό και να τα αραδιάσεις, δεν είναι σωρεία συμβάντων που απλά έτυχαν. Πρέπει σαν κι εκείνους να χαράξεις νομοτέλεια μέσα από την υπέρβαση. Πρέπει να πιεις κρασί με τον Ηράκλειτο, τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη, πρέπει να κάνεις αγκυροβόλιο στη μέση του Αιγαίου.

Πολτός : Καλά τραγούδα εσύ, ρε κόψε τα ληγμένα λέμε, τι μαλακίες μου λες;; Σώνει και καλά να μας τη πεις, ότι είσαι υπεράνω και τα λοιπά, μα που ζεις, στα βουνά;

Εγώ : Δεν σου κρύβω ότι το ερώτημά σου με προβληματίζει, δεν έχω κατασταλάξει ακόμα.

Πολτός : Σε τι;

Εγώ : Στο αν όντως έρχομαι από τα βουνά ή αν πρέπει να πάρω τα βουνά!!

Πολτός : Φίλε, με κούρασες και λέω να τη κάνω. Μοστράρεις μούρη και καλά ότι ξέρεις πολλά και στη τελική ξεράδια ξέρεις. Επειδή όμως είμαι σπέσιαλ τυπάρας, θέλω να σε βοηθήσω, θα σου ρίξω δυο σύμφωνα και τρία φωνήεντα και μετά βάλε εσύ το ρήμα και το υποκείμενο, δεν μπορώ να τα κάνω όλα μόνος μου, σωστόοοοος;;

Εγώ : Αλίμονο, τολμάω να πάω κόντρα στην αυτού εξοχότητά σας, ω Πολτέ;

Πολτός : Σ΄ ωραίος!! Άκου λοιπόν :

Νούμερο το ένα : Θα ρίχνεις αβέρτα κουβέρτα τη ποίηση όπως σου έδειξα, ακολούθα το παράδειγμα μου, οκ; Μίλα για έρωτα, για καψούρα, δώσεεεεε!! Μόνο για έρωτα αλλά προσοχή,οπωσδήποτε με τα καδράκια με τις φωτό τις σέξυ, μη ξεχνάς το φάσωμα, οκ τζουράσικ; Να τους βράσω τους στίχους χωρίς γυμνό, δε λέει, σωστόοοος;

Εγώ : Έχω μείνει άφωνος! (χαμογελάω πικρά για πολλοστή φορά)

Νούμερο το δύο : Δεν θα μιλάς πολύ, σε βαριούνται όταν μιλάς,οι λέξεις κουράζουν, δεν χρειάζονται τα σχόλια, κι αν γίνεται, δύο-τρεις λέξεις το πολύ.

Εγώ : Θα σκοτώσουμε τον λόγο, τη γλώσσα ; ( έντρομος και κάθιδρος λες και αντάμωσα τον ίδιο τον Χάρο !!! )

Πολτός : Ξεκόλλα ρε μελόδραμα, είσαι τράτζικ ρε πούστη μου !! Δεν καταλαβαίνεις ότι το φέϊς είναι για για να χαλαρώνουμε, να το τιγκάρουμε στη φωτό, να κάνουμε παρεάκι, ν΄ ακούμε Σαμπάνη και Πάολα και να τη βρίσκουμε, να τη πέφτουμε, να μας τη πέφτουν, να περνάμε καλά ρε φίλε και στη τελική άμα είναι να πουλήσουμε μούρη, είπαμε, λέμε τη ποίηση που σου δειξα, αντερστέν;

Εγώ : Ξέρω ξέρω, στίχος με καψούρα, με αγγελοδαίμονες και φωτό με ξέκωλα!!

Πολτός : Α, γεια σου, τώρα έγινες άνθρωπος επιτέλους, μ΄ έπρηξες τόση ώρα!! Και μη ξεχνάς να κάνεις like! Και να σε βρίζουν ακόμα, εσύ θα κάνεις like, like, like, like. Για ένα like ζούμε, ρε φίλε, άμα δε σου κάνει like ο άλλος, δεν μετράς, δεν υπάρχεις. Και μαλακίες να βλέπεις, εσύ πρέπει να κάνεις like όπως πρέπει να σου κάνουν και οι άλλοι.

Εγώ : Δεν αντέχω άλλο, λυπήσου με!! Έλεοοοοος!!

Πολτός : Α, θείο, ας πρόσεχες κι ας μη τα 'βαζες με τον πολτό, τη κάνω τώρα και που 'σαι να τον ακούς τον πολτό, ο πολτός ξέρει καλύτερα, σωστόοος; Άντε γειαααααα!!!

Εγώ : Βοήθειααααααα!!!

                                       .....................................

Ξύπνησα απότομα, μούσκεμα στον ιδρώτα, νόμιζα ότι ο πολτός ήταν ακόμα μπροστά μου και η μυρωδιά του δεν έλεγε να φύγει. Προσπάθησα να συνέλθω λίγο, εφιάλτης ήταν λέω στον εαυτό μου και πέρασε.

 Πέρασε;

Ο κυβερνήτης

  / //////////////////////////////////////////////////////////// Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας ////////////////////////////////////////////...