Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΠΟΥ ΦΘΟΝΟΥΜΕ




( Εισαγωγικό σημείωμα )
/////////////////////////////////////////////////////////////
Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας
////////////////////////////////////////////////////////////

Οι μέρες φωτίζονται από τους στίχους, όπως οι νύχτες απ’ τους φάρους.
Τότε γιατί το χάσμα μεγαλώνει;
Γιατί;
Το χάσμα ανάμεσα στους ποιητές και στην ίδια τη κοινωνία.
Ο ποιητής ιδιωτεύει, γράφει πια για τα δικά του πάθη κι έτσι πια η ποίηση ματώνει.
Γιατί η ποίηση είναι τα πάθη του κόσμου, είναι κελάηδισμα που δεν εξηγείται όπως έλεγε ο Βαλερύ,  είναι εκείνη που χρεώνεται με τόκους υπερημερίας για τον πόνο των άλλων, όπως έλεγε ο Μαγιακόφσκι.
Ο εκφυλισμός της, η απουσία της από τα μετερίζια των αγώνων για ένα καλύτερο αύριο είναι χαίνουσα πληγή .
Η αμορφωσιά του κόσμου είναι χαίνουσα πληγή.
Παραφράζοντας τη Λένα Παπά, θα λέγαμε ότι η καλοπέραση, ο ιδιωτικός βίος, η εξειδανίκευση της ατομικότητας, η αλλοτρίωση μέσα από την στρεβλή χρήση της τεχνολογίας, η ύφεση των ανθρωπιστικών σπουδών  είναι μαχαιριά στης ποίησης το κρουστό κορμί.
Έτσι, οι φονιάδες καιροί επιστρέφουν και ρόδινα μωρά δεν γεννιούνται σε μέλλον μ΄ αστέρια αλλά ισχνά, σκελετωμένα μωρά σε βάρκες που βουλιάζουν πνίγοντάς τα μαζί με τα αστέρια.
Στης ποίησης το κρουστό κορμί, της αδιαφορίας και της αμάθειας η μαχαιριά δεν αναβλύζει ευωδιές φιλιών και μουσική.
Ο γυμνός κι έρημος ετούτος κόσμος πιότερο γυμνός κι έρημος γίνεται...

Ήρθαν άλλοι

Ήρθαν άλλοι
Καμηλιέρηδες
Φελάχοι
Βεδουίνοι
Από ξένα μέρη
Μέσα στου χρόνου τη δίνη
Αλλάξανε τα γράμματα
ορφάνεψαν οι ιδέες
Μικρά παιδιά οι λέξεις
Γενίτσαροι θαρρώ

////////////////////////////////////////////////////////////





 ///////////////////////////////////////////////////////////


Οι ποιητές για την ποίηση–  Του Γιάννη Π. Τζήκα

 «Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει,
Γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει,
δε θα τραγούδαγε» (Πωλ Βαλερύ)

 Παραλλάζοντας την παραπάνω ρήση του Βαλερύ θα λέγαμε: 

«Αν ένας ποιητής μπορούσε να πει με ακρίβεια τι γράφει, γιατί γράφει και τι είναι αυτό που τον κάνει να γράφει, δεν θα έγραφε». Κι εγώ τώρα δεν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίηση και πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει η Ποίηση και ποιος είναι ο σκοπός της.  Το μόνο που ξέρω και μπορώ να πω είναι ότι ο ποιητής είναι ένας αφοσιωμένος της ζωής.

 Κι έτσι

 «Ο ποιητής μένει πάντοτε χρεώστης/ απέναντι στον κόσμο/ πληρώνει πάντα τόκους και υπερημερίες/ για τον πόνο των ανθρώπων» (Μαγιακόφσκι).

Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει η ζωή, είτε τον πάει στον ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην κόλαση, αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της. Τη μυστήρια αγάπη του για τη ζωή δεν έχει άλλον τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει αυτό που κρύβει η ζωή. Όπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους. Η ποίηση λοιπόν είναι πράξη ερωτική; Ή μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δύο;  Μαγεία; Απόδραση; Διαφυγή; Απλή εκτόνωση; Το βαλς δυο ερωτευμένων πάνω στο σκοινί του σχοινοβάτη; Τι είναι επιτέλους αυτό το μαγικό που λέγεται ποίηση που όταν κοινωνείται χαρίζει τόση συγκίνηση;

«Η ποίηση είναι τα μέσα της έναρθρης γλώσσας με τα οποία ο ποιητής προσπαθεί να απεικονίσει ό,τι στα σκοτεινά επιχειρούν να εκφράσουν τα δάκρυα- τα ωραία δάκρυα του κόσμου- οι σιωπές οι στεναγμοί, οι θωπείες» (Δημουλά), 

- αναβαθμός και πτώση, κραυγή-«χαρταετός που ξέφυγε από τα χέρια μικρού παιδιού» (Γκόρπας) στον ουρανό» και ιαχή βυθού πολλές φορές.

-  «Ποίηση, μια διαρκής επανάσταση υπάρξεως, εκείνος ο εαυτός μου δεν κοιμάται ποτέ» (Γ. Σαραντάρη. 

- Και θέλει στ’ αλήθεια κουράγιο πια για να ‘σαι ποιητής, «και προπαντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα/ (που) είθισται να δολοφονούν τους ποιητές» (Ν. Εγγονόπουλος).

-  «Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ -αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα» (Τάσος Λειβαδίτης).

Μα στ’ αλήθεια σε τι βοηθάει η ποίηση; 

- «Η ποίηση βοηθάει όσο το κερί σ’ ένα σκοτεινό ξωκλήσι με φευγάτους όλους τους αγίους, παρηγορεί αυτούς που την αγαπούν, αυτούς που πιστεύουν στη μαγεία της… Η ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σε ένα ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο» (Κική Δημουλά)

-  Η ποίηση «κάνει για λίγο να μη νιώθεται η πληγή από το φριχτό μαχαίρι του χρόνου» (Καβάφης). 

- «Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα» (Σεφέρης)

- «Κι όταν συμβαίνει να διαβάσουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως και εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας» (Μπόρχες).

 Ο παππούς μου ο Ηρακλής, γράφει ο Στάντης Αποστολίδης (Βιβλιοθ. 2-1-07), αφιερωμένος μια ζωή στο ανθολογικό του έργο, ρώταγε συχνά: «Με πιο στίχο ξύπνησες σήμερα, παιδί μου;». Θεωρούσε ότι οι μέρες φωτίζονται από τους στίχους, όπως οι νύχτες απ’ τους φάρους! ).

Στις μέρες μας το χάσμα ανάμεσα στον ποιητή και τον αναγνώστη βαθαίνει, και καθώς η ποίηση συρρικνώνεται σ’ ένα «κλειστό σύμπαν» οι ποιητές, ως πνευματική κατηγορία, δεν έχουν χάσει εντελώς το κύρος τους. Σαν ιερείς σε μια πόλη αγνωστικιστών, απολαύουν ακόμη μιας κάποιας υπόληψης. Αλλά σαν αυτόνομοι δημιουργοί είναι σχεδόν αόρατοι. Στον «Μονόλογο πάνω στην ποίηση» ο Σεφέρης συνέδεε την απομάκρυνση του ποιητή από το κοινό με την έλλειψη παιδείας: η ευθύνη γι’ αυτήν την απομάκρυνση βαρύνει περισσότερο την κοινωνία παρά τον ποιητή, γιατί η κοινωνία εξόρισε τον ποιητή πριν ο ίδιος εξορίσει ον εαυτό του. 

«Μας διώχνουνε τα πράγματα και η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε» (Καρυωτάκης).

«Ποίηση, ανάμνηση από φίλντισι/ άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από το φεγγάρι/ δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα (κι αν έχω δει δασκάλες μόνες και μελαγχολικές, τόσα χρόνια στην εκπαίδευση, κι όλες τους ένα ποίημα) /…πεταλούδα που γλυτώνει απ’ τη φωτιά/ φωτιά που γλιτώνει απ’ τα νερά/ άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό/ νύχτα στρωμένη τσιγάρα-λέξεις» (Γκόρπας). 

 «Διάβαζα ένα ποίημα για την άνοιξη/όταν την είδα/ να έρχεται από μακριά:/ μισή γυναίκα/μισή όνειρο./ Κατέβαινε το μονοπάτι κάτω/στεφανωμένη/με άνθη κερασιάς./Τότε κατάλαβα/ τι δύναμη έχουν τα ποιήματα» (Λάσκαρης ό.π. σ. 212). 

Ποίηση, μισή πραγματικότητα, μισή όνειρο ή το ένα πόδι στη γη και το άλλο στο κενό ή όπως το λέει ο Ελύτης 

«Αν δε στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από τη γη/ ποτέ σου δε θα μπορέσεις να σταθείς πάνω της».
Και οι ποιητές; 

«Έγραψε ποιήματα/ όπως άλλοι/ δούλεψαν στα λατομεία./ Και οι δυο τους σκάψανε  βαθιά./ Εκείνοι για ένα μεροκάματο/  ο ποιητής όμως για τι;» (Χρ. Λάσκαρης). Αυτό το αδυσώπητο «γιατί;», στο οποίο απάντηση-καλούπι δε θα βρείς. 

Σε τι χρειάζονται, λοιπόν, οι ποιητές; Ευτυχώς, θα έλεγα, που μέσα σ’ αυτή τη «φοβερή ερημία του πλήθους» υπάρχουν κάποιοι που σε πείσμα των καιρών επιμένουν να γράφουν στίχους. Κι ας είναι «αντιεμπορικό» ή «παρωχημένο», κι ας μένουν στ’ αζήτητα…Μα πιο πολύ, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας των ποιητών, στο βάθος του πνιγμού τους, στο ναυαγισμένο πλοίο της ζωής τους, πάντα η ποίηση ήταν και θα είναι: «κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια, απρόοπτες συναντήσεις, και χθεσινά και μελλούμενα, μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, μια ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμός ακόμη, μια αξεπέραστη ΣΟΝΑΤΑ του ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ…δηλαδή Ρίτσος. ».

«Βαδίζεις σε μια έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα.» (Κική Δημουλά).

 Κι έτσι κατακλυσμένος ο ποιητής απ’ αυτή την εσώτερη ανάγκη γράφει φτιάχνοντας φωλιές για τα ερημοπούλια. 

«Έρχεται η έμπνευση,  γράφω το ποίημα, και μένω έκπληκτος μπροστά την ποιότητα της δημιουργίας μου την πρώτη μέρα. Την άλλη μέρα όμως λέω «τι σαχλαμάρες είναι αυτές που έγραψα» και αρχίζω ξανά να δουλεύω το ποίημα. Αλλάζω λέξεις, αλλάζω τη θέση των λέξεων μέσα στο ποίημα, τις τομές των στίχων, και κάπως ικανοποιούμαι. Την άλλη μέρα αρχίζω το ίδιο και πάλι το ίδιο, και μπορεί να μου πάρει και 25 μέρες αυτή η δουλειά για να ολοκληρώσω το ποίημα ή και να το απορρίψω τελικά (Θ. Κωσταβάρας).

 Και σύμφωνα με το Μαγιακόβσκι:

 «Η ποίηση είναι ένα ταξίδι/ σ’ άγνωστη χώρα…/Για μια και μόνο λέξη/λιώνεις χιλιάδες τόνους / γλωσσικό μετάλλευμα». «Λέξεις ερχόμενες από πολύ παλαιά ή άλλες νεότερες, ακόμα και  ιδιωματικές συνωστίζονται στην άκρη της πένας σου, σαλεύουνε σαν κάτι να ζητάνε, αναπηδούν ως το σημείο να σε πιτσιλάνε και στο  πρόσωπο…Χρειάζεται συνεχώς ν’ απωθείς, ν’ αποποιείσαι, να επιλέγεις, να υιοθετείς… Να δοκιμάζεις με τον ίδιο τρόπο που δοκιμάζει ο Σολωμός δεκαεννέα φορές τον ίδιο στίχο.» (Οδ. Ελύτης:  «Ιδιωτική Οδός»).

 «Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι και για τους ποιητές ισχύει αυτό εδώ, ότι δηλαδή δεν δημιουργούν με τη σοφία, αλλά με κάποιο φυσικό χάρισμα, με κάποια έμπνευση ανάλογη μ’ εκείνη των μάντεων και των χρησμωδών…Με τα μάτια των στίχων μάς λυτρώνουν από τα δεσμά της ματαιότητας. Αφτοί δίνουν αιωνιότητα σ’ ότι αγγίσουνε με την πνοή τους. Χάρη σ’ αφτούς ο κόσμος γίνεται καλύτερος και βασιλέβουνε στη γης η ψυχή κι ο Θεός!» (Κ. Βάρναλης).

Άλλοτε ηχεί η επίκληση- παράκληση του ποιητή προς τον Κύριο:

 «Αν δε μούδινες την ποίηση, Κύριε,/ δε θάχα τίποτα για να ζήσω/αυτά τα χωράφια δε θάταν δικά μου/ ενώ τώρα ευτύχησα νάχω μηλιές/ να πετάξουν κλώνους οι πέτρες μου/ να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο/ η έρημός μου λαό/ τα περιβόλια μου αηδόνια» (Ν. Βρεττάκος).

 Ή « Θεέ της ποίησης και των ποιητών/ χάρισέ μου ένα ποίημα/ ένα ποίημα απλό, στρογγυλό και ευανάγνωστο/…» (Θ. Κωσταβάρας).


Θ. Αγγελόπουλος:

 «Η ποίηση είναι μια υγρασία που την έχουμε ανάγκη, γιατί διώχνει την ξηρότητα της καθημερινότητας. Ποίηση δεν αρκεί να υπάρχει μόνο στο σινεμά, αλλά και στη ζωή. Είναι ένα μονοπάτι που σε κάνει να αισθάνεσαι κάτι παραπάνω από αυτό που είσαι. Σε πάει κάπου αλλού, όπου όλα παίρνουν μια μαγική διάσταση. Άρα σε βοηθάει να ζήσεις».


Οκτάβιο Παζ: 

το κέντρο της πλατείας η σπασμένη κεφαλή του ποιητή είναι πηγή…Η πηγή τραγουδάει για όλους.


Γιάννης Ρίτσος

 Ο ποιητής

 Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι
Το χέρι του δε μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του
Είναι αδιάβροχο στη νύχτα. Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει
Ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
Που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
Σε όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.

 (Γιάννης Ρίτσος, Τα αρνητικά της σιωπής)

             ///////////////////////////////////////////////////////////

Τι να σου πω για την ποίηση; Τι να σου πω γι αυτά τα σύννεφα, γι αυτό τον ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω και τίποτ’ άλλο.

Καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής δεν μπορεί να πει τίποτα για την ποίηση, ας τα αφήσουμε αυτά στους κριτικούς και στους δασκάλους. Μα ούτε εσύ ούτε εγώ, ούτε κανένας ποιητής, δεν ξέρουμε τι είναι η ποίηση. Είναι εκεί! Κοιτάξτε. Έχω τη φωτιά μέσα στα χέρια μου, το ξέρω και δουλεύω τέλεια μαζί της, μα δεν μπορώ να μιλήσω γι αυτή χωρίς να κάνω φιλολογία.

Καταλαβαίνω όλες τις ποιητικές τέχνες. Θα μπορούσα να μιλήσω γι αυτές, αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε λεπτά. Δεν ξέρω. Ίσως μια μέρα να αγαπήσω πολύ την κακή ποίηση, όπως αγαπώ σήμερα την κακή μουσική, παράφορα. Θα κάψω ένα βράδυ τον Παρθενώνα για ν’ αρχίσω να τον κτίζω το πρωί και να μην τον τελειώσω ποτέ.

Στις διαλέξεις μου μίλησα κάποτε για την ποίηση, αλλά για το μόνο για το οποίο δεν μπορώ να μιλήσω είναι η ποίησή μου. Όχι γιατί δεν έχω συνείδηση του τι κάνω. Αντίθετα, αν είναι αλήθεια πως είμαι ποιητής από χάρη του θεού- ή του δαίμονα- είναι εξίσου αλήθεια ότι είμαι ποιητής χάρη στην τεχνική και την προσπάθεια, και γιατί κατέχω απόλυτα του τι είναι ποίημα».
                                                         Φρ. Γκ. Λόρκα



///////////////////////////////////////////////////////////

ΠΗΓΗ

Ο κυβερνήτης

  / //////////////////////////////////////////////////////////// Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας ////////////////////////////////////////////...