Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Το δώρο

/////////////////////////////////////////////////////////////////
Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας
/////////////////////////////////////////////////////////////////











Leonid Afremov, oil on canvas, palette knife

KISS IN THE PARK


Ο ήχος από τη βροχή που έπεφτε στο τζάμι τον ξύπνησε απότομα.
Ένας ήχος μονότονος, ένας ήχος σαν επανάληψη κουρασμένης νότας σε ξεκούρδιστο πλήκτρο.
Ξεκούρδιστα και τα πόδια του. Το μυαλό του έκανε κόπο για να συνέλθει από το βύθισμα του ύπνου. Με τα χίλια ζόρια τα κατάφερε.

Σύρθηκε μέχρι τον νιπτήρα του μπάνιου να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Γρήγορα μετάνιωσε.
Στράφηκε προς το παράθυρο, το άνοιξε κι έστρεψε το βλέμμα του προς τον ουρανό. Καλύτερα έτσι. Αστραπιαία η βροχή έλουσε το πρόσωπό του όπως η μάνα αγκαλιάζει το παιδί της. Είναι φορές που η βροχή είναι στοργική. Πολύ. Άλλες φορές πάλι, μητριά γίνεται.

Ο Δημήτρης ήπιε τον καφέ του βασανιστικά αργά. Μέτριος, όπως τα περισσότερα πράγματα και άνθρωποι στη ζωή του. Κάθε γουλιά και μύριες σκέψεις. Το μυαλό του είχε συνέλθει και έτρεχε με σπασμένα φρένα. Έτρεχε συνέχεια στην ίδια λεωφόρο, μονάχα ευθεία, λες και δεν υπήρχαν άλλοι δρόμοι, άλλες κατευθύνσεις, άλλες στροφές αριστερά ή δεξιά.
Χίλιοι δρόμοι, ένας δρόμος. Χίλιες σκέψεις, μία σκέψη.
Τι δώρο να πάρει στη Μελίνα ;

Ντύθηκε πρόχειρα και βιαστικά, έκλεισε τη πόρτα πίσω του και βγήκε από το μικρό διαμέρισμα στο υπόγειο. Σήμερα το διαμέρισμα του φαινόταν ακόμα μικρότερο, ασφυκτικά στενό. Και τα παράθυρα, θα λεγε κανείς ότι τα παράθυρα δεν υπήρχαν πια, είχαν εξαφανιστεί. Μόνο τοίχοι. Υγροί, θεόρατοι τοίχοι.

Έξω η βροχή, μια δυνάμωνε, μια αραίωνε σαν ξεκούρδιστο πιάνο. Τα ισχνά, κακοφυτεμένα δενδρύλλια στον πεζόδρομο έμοιαζαν πιότερο με σκουπόξυλα καρφωμένα ανάποδα στη γη. Τα φυλλαράκια τους πάλευαν να ανθίσουν κι άλλο. Με τόση ρύπανση όμως...
Ήθελε να βρέχει συνέχεια, να βρέχει δυνατά, να μην υπάρχουν άλλοι, να περπατάει μόνος του. Λες και τον άκουσε η βροχή και του έκανε τη χάρη. Ο ουρανός άνοιξε για τα καλά και το ξεκούρδιστο βρόχινο πρελούδιο εξελίχθηκε σε οργασμική συμφωνία εγχόρδων, πνευστών και κρουστών οργάνων. Μπήκε στον μικρό φούρνο του κυρ-Φάνη.

Ο κυρ-Φάνης με την άσπρη του ποδιά φουσκωμένη από τη κοιλιά του,με τον καλοσυνάτο λόγο του και το πλατύ, αυθεντικό χαμόγελο έμοιαζε με πραγματικό αρχοντάνθρωπο. Η δε μπουγάτσα του ξακουστή σε όλη τη πόλη. Έρχονται από όλα τα σημεία γι΄ αυτή. Το φύλλο της καμωμένο με μαστοριά και μεράκι κρατάει καλά φυλαγμένα μέσα του τη γλυκιά ή αλμυρή γεύση. Το αλεύρι, το λάδι, το βούτυρο, όλα άριστα μοιρασμένα και καλοζυμωμένα. Το δε άρωμά της μεθυστικό, ικανό να σε κάνει να παραμερίσεις για λίγα λεπτά όλες σου τις έγνοιες.
Όλες εκτός από τη Μελίνα.
Ο Δημήτρης είχε σπάσει το κεφάλι του τι δώρο να της πάρει πλην όμως δεν κατέληγε πουθενά. Και πώς να βγάλει άκρη ; Με σκάρτα τρια κατοστάρικα, μαύρα, partime στη κωλοκαφετέρια, τι δώρο μπορούσε να της κάνει ;

Εκείνη, κόρη μεγαλοεργολάβου, δικηγόρος στο επάγγελμα, σιγά να μην είχε προσέξει το γκαρσονάκι. Ήταν σίγουρος πώς αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη του. Ήξερε πως χρησιμοποιούσε το μετρό και τον ηλεκτρικό για να πάει στο γραφείο της, την είχε ακολουθήσει μια βροχερή μέρα σαν τη σημερινή. Στον φούρνο του κυρ-Φάνη την είχε ανταμώσει πολλές φορές. Προχθές, την άκουσε να λέει στο κινητό της - ποιος ξέρει σε ποιον μιλούσε - ότι σκεφτόταν για τη γιορτή της να κάνει δώρο στον εαυτό της ένα ταξίδι. Κάπου μακριά γιατί είχε, λέει, μπουχτίσει από τα ίδια και τα ίδια.
Τυχεροί όσοι βαριούνται τα ίδια και τα ίδια και μπορούν να τα αλλάξουν. Τυχεροί ή ικανοί ; Ο Δημήτρης έκανε συχνά την ερώτησή στον εαυτό του αλλά απάντηση δεν έπαιρνε.


City Tango by Christopher Clark

Ήταν όμορφη η Μελίνα, πολύ όμορφη. Είχε τον ήλιο στα μαλλιά που έπεφταν αέρινα στους ώμους της. Το φεγγαρόφωτο στα μάτια και τα χείλη κόκκινα σαν αίμα. Όλα πάνω της εξύφαιναν χάδι ερωτικό και το χαμόγελό της μπαξές με ροδόδεντρα, ζέρμπερες, αμαρυλλίδες, μιγκέδες, γαρύφαλλα και υάκινθους.
Αύριο είναι η γιορτή της. Ο Δημήτρης σκεφτόταν συνέχεια και άκρη δεν έβγαζε. Τι δώρο μπορούσε να της πάρει, τι δώρο ;


PASSION EVENING — PALETTE KNIFE Oil Painting On Canvas By Leonid Afremov -

Την ακολούθησε με το βλέμμα του καθώς εκείνη άνοιγε τη πόρτα του φούρνου του κυρ-Φάνη. Βγήκε έξω και η θηλυκή φιγούρα της έγινε ένα με τη βροχή, σταγόνα ερωτική, ονειρικός δροσός, κάλεσμα ηδονικό.
Πόσο πόθησε ο Δημήτρης, πόσο λαχτάρησε η ψυχή του να βγει κι εκείνος ευθύς αμέσως έξω στη βροχή και να αγγίξει τα χέρια της Μελίνας, τα δάκτυλά της, τα κρινοδάκτυλά της. Πόσο λαχτάρησε ο Δημήτρης να γίνει ουρανός και η Μελίνα το γαλάζιο χρώμα του.
Δεν την ήξερε, ήταν δύο άγνωστοι μεταξύ τους αλλά η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από έρωτα για κείνη, μόνο για εκείνη. Σαν ένας πολύτιμος λίθος από δάκρυ ευτυχίας και από βαθύ φιλί στα χείλη όταν χαράζει. Σαν Θασίτικη αστροφεγγιά...
Για μια στιγμή, τόσο δα μικρή, φευγαλέα, βιαστική, τα βλέμματά τους ενώθηκαν. Θεέ μου, πόσο όμορφη ήταν ! Ο Δημήτρης ένιωσε να στάζει μέσα του πευκόμελο και φως. Τη παρατηρούσε αχόρταγα να προσπαθεί να ανοίξει την ομπρέλα της και τη βροχή να πέφτει στα μαλλιά της. Νούφαρα στις Πρέσπες... και ερωδιοί... και κορμοράνοι...
Βρεγμένα λευκά άνθη, οι σταγόνες της βροχής πάνω της. Ο Δημήτρης θέλησε να μαζέψει τα λουλούδια όλης της γης, να τα κάνει κοράλια και να τα απλώσει στα πόδια της.
Μόνο για τη Μελίνα...

Η βροχή τη πήρε μαζί της. Χάθηκε μέσα στη γκρίζα απεραντοσύνη της μεγαλούπολης. Μια άλλη βροχή ήρθε, η καθημερινότητα, να πλημμυρίσει κι αυτή με τη σειρά της τον Δημήτρη. Κι εκείνα τα δενδρύλλια δεν άντεχε άλλο να τα βλέπει έτσι σαν σκελετωμένες ελπίδες που έμοιαζαν, σαν ισχνά σκουπόξυλα βουτηγμένα ανάποδα στη λάσπη. Αβάσταχτα έγιναν όλα μονομιάς γύρω του. Άνθρωποι και αυτοκίνητα ασήμαντες κουκκίδες, όλα έρημος δίχως όαση.
Ένας δειλός ήλιος άρχισε να βγαίνει σιγά-σιγά μέσα από τα σύννεφα και οι αχτίδες του σκόρπισαν τις σταγόνες της βροχής. Μια υγρασία έμεινε, μια κουφόβραση, να κολλάνε όλα πάνω σου, κολλημένη κι η ζωή σου να μη πηγαίνει βήμα παρακάτω. Είναι κάτι μέρες...
Είναι κάτι μέρες σαν το πρόσωπο μας, το βλέμμα μας. Άλλες έχουν ψυχή και είναι ζωντανές και άλλες άψυχες, σκοτωμένες, σακατεμένες.
Υπάρχουν μέρες που μοιάζουν με ένα μικρό παιδί που αγαπάμε. Υπάρχουν μέρες που ένα μικρό παιδί πεθαίνει και η ψυχή μας φτερουγίζει μακριά.
Οι μέρες είναι σαν τον καφέ, είναι γλυκές, πικρές, μαύρες, έχουν ή δεν έχουν άρωμα.
Ο Δημήτρης αναπόλησε για λίγο τις μέρες εκείνες όταν ήταν παιδί που δεν είχε σχολείο κι ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Αυτό τότε σήμαινε πολύ παιχνίδι και σαφώς λιγότερες έγνοιες. Είναι στιγμές που η άγνοια είναι σκέτη ευλογία. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει μεγαλώνοντας και δεν σου καίγεται καρφί γι΄ αυτό.
Οι μέρες πάλι είναι σαν τα κεριά, άλλα αναμμένα, άλλα σβηστά.

«Του μέλλοντος οι μέρες στέκονται μπροστά μας

σαν μια σειρά κεράκια αναμμένα

χρυσά, ζεστά και ζωηρά κεράκια

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν

μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων

τα πιο κοντά βγάζουν καπνό ακόμη

κρύα κεριά, λιωμένα και κυρτά »

Οι μέρες είναι νεράιδες, άλλες είναι συνεχώς κοντά σου και σου κρατούν συντροφιά τραγουδώντας σου γλυκούς σκοπούς, άλλες πάλι τις κυνηγάς μια ζωή ή γίνονται χίμαιρες και σε καταδιώκουν.

«- Ποις εδε τ νεράιδα Κυμοθόη,

το πέλαου τ λαχτάρα κα το φρο,

πο εν᾿ ξω π τ πρόσκαιρα τς πλάσης

κα πέρα π τ βρόχια το καιρο;

γ εδα τ νεράιδα Κυμοθόη

ν ποτίζ τ θεο τραγουδιστ

στο βασιλι τς Θούλας τ ποτήρι...

θνητς  θεος, μακάριος πο θ πιε. »

Κάποιες μέρες είναι σαν το σπίτι που γεννιόμαστε κι αφήνουμε πίσω μας αναζητώντας άλλα σπίτια. Θα μας προσμένει πάντα να γυρίσουμε, γυρίσουμε – δε γυρίσουμε σ΄ αυτό.

« Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι

στοιχειό είναι και με προσκαλεί· ψυχή, και με προσμένει.

Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα

στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ' όλα του τα νιάτα.

Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·

και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.

Της πόρτας του η παλαϊκή κορώνα, ώ! να η καμάρα!

Μόνο οι χορδές της λείπουνε για να γενεί κιθάρα

να συνοδέψει του σπιτιού τ' ολόχαρο τραγούδι

προς το παιδί· γυρίζω ανθρός, δροσιά, ξεπεταρούδι,

πάω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη,

στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι.

[...]

Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.

Στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει.»

Άλλες φορές, οι μέρες μας είναι σαν τις μικρές αγγελίες.


«Διατίθεται πόγνωσις

ες ρίστην κατάστασιν,

κα ερύχωρον διέξοδον.

Σ τιμς εκαιρίας.

νεκμετάλλευτον κα εκαρπον

δαφος πωλεται

λλείψει τύχης κα διαθέσεως.

Κα χρόνος

μεταχείριστος ντελς.

Πληροφορίαι: διέξοδον

ρα: Πσα. »

Οι μέρες είναι καθρέπτης της ψυχής. Όσο δε κοιτάζεις, δεν σε κοιτάζει κι εκείνος.

«λα τ ποιήματά μου γι τν νοιξη

τέλειωτα μένουν.

Φταίει πο πάντα βιάζεται  νοιξη,

φταίει πο πάντα ργε  διάθεσή μου.

Γι᾿ ατ ναγκάζομαι

κάθε σχεδν ποίημά μου γι τν νοιξη

μ μι ποχ φθινοπώρου

ν᾿ ποτελειώνω.

»

Οι μέρες όμως πάνω απ΄ όλα, αναλογίστηκε ο Δημήτρης, κυρίαρχα και παντοδύναμα είναι ΑΓΑΠΗ !
Μόνο η ΑΓΑΠΗ σώζει και οδηγεί στην ΑΝΑΣΤΑΣΗ !
Όχι μόνο ως συναίσθημα αλλά ως κατάσταση υπερβατική, άπαν σύμπαν, επέκεινα, έκρηξη διαγαλαξιακή και κατακλυσμιαία ενέργεια, φωτοδότρα και ζωογόνα.
Στην ήττα, στην απώλεια αγαπημένων ανθρώπων κυριολεκτικά ή αλληγορικά όπου η ελπίδα σου γίνεται ανάμνηση, όταν πέφτεις κάτω, όταν στέκεσαι μπροστά στο σταυροδρόμι της ζωής, ν΄ αγαπάς τον εαυτό σου, ν΄αγαπάς τους άλλους για ν΄ αγαπήσουν και οι άλλοι εσένα.
Το ποιος αξίζει ή δεν αξίζει, λίγο, πολύ ή περισσότερο είναι δεύτερη και τρίτη ανάγνωση, λογικά επόμενα, συμφραζόμενα και συμπαραμαρτούντα.
Η αγάπη όμως είναι η αρχική σπίθα, το εναρκτήριο λάκτισμα, η αγάπη όχι μόνο ως σοκολατάκι, τρυφερό τραγούδι, λούτρινο αρκουδάκι ή ένα τριαντάφυλλο.
Η αγάπη με την έννοια της αρετής, της συμπόνοιας, της ευγένειας και της αφοσίωσης.
Τα παραπάνω είναι αγώνας σκληρός, καθημερινός, ατελεύτητος.



Art Painting — Melody Of The Night — PALETTE KNIFE Landscape Art Oil Painting On Canvas by Leonid Afremov -


Ο Δημήτρης περπατούσε παρέα μ΄ έναν ήλιο που έπαιζε κρυφτούλι με τα σύννεφα.  Γύρω του, δίπλα του, οι άνθρωποι τον προσπερνούσαν άλλοι μιλώντας με ανάριες φωνές, άλλοι ψιθυριστά, οι περισσότεροι πάντως κοίταζαν με « νεκρό μάτι » . Όλοι προχωρούσαν μπροστά κι όλοι έμοιαζαν να βρίσκονται στο ίδιο σημείο. Άνθρωποι – δενδρύλλια, ισχνά δενδρύλλια καρφωμένα ανάποδα σαν σκουπόξυλα στην άκρη του δρόμου.

Το βλέμμα του έπεσε σ΄ ένα σύνθημα γραμμένο σ΄ έναν τοίχο.

« Οι βιολέτες τσάκισαν τα βράχια » .


 Βλέποντάς το, ο Δημήτρης ξεκίνησε να σκέφτεται κάτι βαθύτερο κι άρχισε να αναρωτιέται ποιοι είναι βιολέτες και ποιοι είναι βράχια. Ύστερα από λίγο σταμάτησε να το σκέφτεται. Ο εαυτός του ή η ζωή η ίδια – δεν μπορούσε να ξεχωρίσει – τον οδήγησε στο να χαμογελάσει πικρά.  « Μαλακίες που πάνε και γράφουνε », σκέφθηκε. Γρήγορα το μετάνιωσε. Πόσο το σιχαινόταν αυτό, να μετανιώνει, πόσο ανάγκη είχε να ακουμπήσει κάπου, σε κάτι στέρεο, σταθερό, να τα δώσει όλα, κάποιος που να τον καταλαβαίνει, κάπου όπου να μπορεί να λέει : Ανήκω εδώ, ανήκω εδώ !
Η ώρα περνούσε όπως ο άνεμος πάνω από τα στάχυα. Σε λίγο θα πιανε δουλειά στη κωλοκαφετέρια. Ίδιες πάνω-κάτω φάτσες, έτσι του φαίνονταν όλοι, ίδια λόγια, ίδιες μυρωδιές, ίδιες κινήσεις και όλα ακίνητα, όλα ανέκφραστα, πετρωμένα στο λιγοστό του ανθρώπινου χρόνου.
Σαν παράνομη αχτίδα ήλιου μέσα από χαραμάδα ξεπρόβαλε πάλι η μορφή της Μελίνας στο μυαλό του. Βασανιστικό το ερώτημα, δεν έλεγε να φύγει. Σφηνοτουβλάκι. .
« Τι δώρο να της πάρω ; Τι ; Και πώς θα της το δώσω, δεν γνωριζόμαστε, δεν με ξέρει, δεν έχουμε μιλήσει καν ! » . Χίλιες δυο ιδέες περνούσαν από το μυαλό του αλλά δεν κατέληγε πουθενά.

- CD ; Μπααα, απελπιστικά συνηθισμένο, άσε που δεν ήξερε τι μουσική άκουγε.
- Ρούχο ;
- Παπούτσια ;
- Τσάντα ;
- Πορτοφόλι ;
- Μαντήλι ;
- Άρωμα ;

Δεν άντεξε και μούτζωσε τον εαυτό του. « Πας καλά ρε μαλάκα ; Πρώτον με τι λεφτά, δεύτερον τι ακριβώς θα διαλέξεις, δεν έχεις ιδέα από όλα αυτά και τρίτον δεν γνωρίζεις τι μέγεθος, τι νούμερο φοράει » .

Να της πρότεινε να πάνε κάπου να φάνε, να της έκανε το τραπέζι ; Μα δεν τον ήξερε, πώς θα βγεις για φαγητό με έναν άγνωστο ; Δύσκολοι καιροί βλέπετε για εμπιστοσύνη, βαδίζουμε όλοι τοίχο – τοίχο για να μη μας κλέψουν. Τη ψυχή μας.

Σκεφτόταν, σκεφτόταν και άκρη δεν έβγαζε. Λίγο ακόμα και θα έσκαγε, τι δώρο να έπαιρνε στη Μελίνα ;

- Έ, αγόρι, είσαι να βάλεις ένα χεράκι ; Είναι πολλά τα γαμημένα, ο βοηθός αρρώστησε κι εγώ δεν είμαι πια νέος να τα κουβαλήσω μόνος μου τα κωλοχρώματα και τ΄ άλλα υλικά στον τρίτο όροφο, χάλασε και το μπουρδέλο το ασανσέρ. .

Έμοιαζε να έχει βγει από το πουθενά, εκείνος ο μεσόκοπος άντρας. Βραχύσωμος με μαύρο σκουφί και πυκνά άσπρα γένια. Καχεκτικός έδειχνε, με σκαμμένο και ξερακιανό πρόσωπο. Στο χέρι του κρατούσε ένα μαντήλι και σκούπιζε το ιδρωμένο του πρόσωπο ενώ η λερωμένη επαγγελματική του φόρμα μαρτυρούσε άνθρωπο της πιάτσας και του μεροκάματου. Στεκόταν στη πίσω ανοιγμένη πόρτα ενός βαν στο οποίο ήταν αποτυπωμένη ανάγλυφα η ταυτότητα της εταιρείας :

Ανάγλυφο διακοσμητικό
Πλαστικό χρώμα νερού
Οικολογικό »
Μυκητοκτόνο χρώμα
Μονοστόπ ματ
Αδρανή υλικά
Υαλότουβλα
Κόλλες – Στόκοι – Γυαλιστικά και πολλά άλλα σε απίστευτες τιμές και με την ασύγκριτη ποιότητα της CENTER !

Η φωνή ήχησε ξανά στα αυτιά του :

- Ε, νεαρέ, κουφός είσαι ; Σ΄εσένα μιλάω, είσαι ή δεν είσαι ;
- Αμέ, αν είμαι λέει !!

Ούτε κατάλαβε ο Δημήτρης πώς του έφυγαν σαν πύραυλος αυτές οι λέξεις κοιτάζοντας το περιεχόμενο του βαν που σχημάτιζε ένα μικρό βουνό !

Χύμηξε καταπάνω στα πεντόλιτρα και άρχισε να τα βγάζει από το βαν και να ανεβαίνει σαν αφηνιασμένος τις σκάλες.

Η ώρα πέρασε γρήγορα, ούτε που το κατάλαβε. Στη δουλειά θα πήγαινε αργότερα, κάτι θα βρισκε να πει, στη τελική ας του έλεγε το αφεντικό ότι ήθελε. Ο Δημήτρης είχε μπουχτίσει από μαύρο χρώμα μέσα του και λαχταρούσε ν΄ αλλάξει χρώμα. Ανεβοκατέβαινε τις σκάλες σαν τρελός.
Όταν τελείωσε δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Τα πόδια του έτρεμαν, η μέση του τον πέθαινε και τα χέρια του δεν τα ένιωθε καθόλου. Ήταν ένας πόνος από πάνω μέχρι κάτω. Οι λέξεις με δυσκολία έβγαιναν από το στόμα του.

- Αγορίνα, ξηγήθηκες τσίφτικα και ο Στελλάρας αχάριστος δεν είναι ! Τσάκω ένα σαραντάρι κι ένα δεκαρικάκι έξτρα να χτυπήσεις κανά μπυρόνι !

Μούσκεμα στον ιδρώτα, σχεδόν ξέπνοος ο Δημήτρης του είπε :

- Κυρ- Στέλιο, δε θέλω λεφτά, μπορείς να μου δώσεις δύο πεντόλιτρα από το κόκκινο το χρώμα ;

Ο Στέλιος έβγαλε το σκούφο του κι έξυσε απορημένος το κεφάλι του.

- Χμμμ . . περίεργα μου τα λες Δημητράκη, δε γουστάρεις να πάρεις τα φράγκα ; Πάει καλά, τσάκω τους κουβάδες και να σαι καλά, ο Στελλάρας σε χαιρετά !

Ο Δημήτρης άρπαξε τα πεντόλιτρα κι έγινε καπνός.

Αποτέλεσμα εικόνας για CLASSICAL DANCE     - Palette knife Oil Painting on Canvas by Leonid Afremov -

CLASSICAL DANCE

  - Palette knife Oil Painting on Canvas by Leonid Afremov -

Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Το βραδινό πέπλο είχε πέσει πάνω από τη μεγαλούπολη κι έκρυβε την ασχήμια της. Ήταν μια νύχτα αλλιώτικη για τον Δημήτρη. Μπορεί να ήταν βράδυ αλλά ο ήλιος έλαμπε μέσα του. Δεν τον ένοιαζε τίποτα πια. Ήταν γλάρος και είχε ανοίξει τα φτερά του. Ούτε τα βρώμικα και σπασμένα πεζοδρόμια, ούτε τα ισχνά σκελετωμένα δενδρύλλια με τα λιγοστά φυλλαράκια ούτε οι άνθρωποι που τον προσπερνούσαν σαν να ήταν αόρατος. Δεν έδινε δεκάρα για τα μπινελίκια του αφεντικού, μπορεί και να τον έδιωχνε από τη δουλειά. Δεν υπήρχαν πια αφεντικά για τον Δημήτρη. Απόψε δεν θα έβρεχε. Ούτε μια σταγόνα δεν θα έριχνε.

Έχοντας σκαρφαλώσει πάνω στον τοίχο της παλιάς εγκαταλελειμμένης μάντρας, κρεμασμένος ανάποδα με ένα πινέλο στο χέρι έμοιαζε με περίεργο ακροβάτη, σαν μια μεγάλη αράχνη ήταν. Έγραφε με μεγάλα γράμματα και τα περνούσε με το κόκκινο χρώμα ξανά και ξανά, άπειρες φορές στον μεγάλο άσπρο τοίχο απέναντι από τις ράγες του τρένου.

Το πρωί, η Μελίνα που θα περνούσε με το τρένο για να πάει στη δουλειά της θα τα έβλεπε, δεν γινόταν να μην έβλεπε τα πελώρια κόκκινα γράμματα :

     ΜΕΛΙΝΑ Σ΄ ΑΓΑΠΩ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΟΛΗ Η ΠΟΛΗ ΝΑ ΤΟ ΜΑΘΕΙ !


/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////


ΥΓ :  Ευχαριστώ τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Κωστή Παλαμά και τη Κική Δημουλά για την ευλογία των στίχων τους.

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

Η κόλαση είναι οι άλλοι


Image may contain: flower and text

//////////////////////////////////////////////////////////////
Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας
//////////////////////////////////////////////////////////////


Θα μπορούσε να ήσουν εσύ που διαβάζεις τώρα αυτές τις λέξεις. Θα μπορούσε να ήμουν εγώ. Θα μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε. Έτσι, για την ιστορία, ας πούμε ότι τον λένε Γιάννη.

Είχα καιρό να τον δω, πάνε βδομάδες. Τυχαία ανταμώσαμε και είπαμε να πιούμε ένα καφέ, να κάνουμε μια κουβέντα αγχωτική κι αυτή, λαχανιασμένη όπως τα περισσότερα πλέον πράγματα που κάνουμε στη ζωή μας ή όπως μας ορίζουν άλλοι να τα κάνουμε. Εξάλλου, όπως λέει και ο Sartre, «l'enfer c'est les autres».

Τραβιέται ο φουκαράς από δω κι από κει, χρόνια άνεργος, μια λέει να το παλέψει εδώ με όση δύναμη ψυχής του έχει απομείνει, μια λέει να πάει στο εξωτερικό. Η ηλικία αρχίζει να μη βοηθάει πια, πατημένα πενήντα.

- Ξέρεις, Τρύφωνα, δεν είναι λίγα τα βράδια εκείνα που δεν κλείνω μάτι. Αν δε δούλευε η γυναίκα μου η Μαρία, δεν ξέρω τι θα χα απογίνει. Όλες οι πόρτες κλειστές. Παρακαλάω τον Θεό να με συγχωρέσει γιατί δεν σου κρύβω ότι δεν είναι λίγες φορές που νιώθω μια ανακούφιση που δεν αξιώθηκα να κάνω παιδιά!!! Πραγματική κατάντια, να νιώθεις τυχερός που δεν έκανες παιδιά...

- Κουράγιο ρε Γιάννη, για όλους είναι δύσκολα. Ήταν οι μόνες λέξεις που βρήκα αρχικά πρόχειρες να του πω. Ο καφές μέτριος ελληνικός, μέτριος κυριολεκτικά όπως τα περισσότερα που μας περιβάλλουν, κατέβαινε δύσκολα κάτω. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω κουράγιο μέσα μου για να δώσω κουράγιο στον φίλο μου.

- Κουράγιο ρε Γιάννη, του είπα για δεύτερη φορά. Εκείνος με κοίταζε με ραγισμένο βλέμμα. Συνέχισα: 
- Έχεις την υγειά σου, έχεις ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, έχεις τη Μαρία που σε αγαπάει. Κάτι θα γίνει,θα αλλάξουν τα πράγματα, θα δεις.

Άρχισε να γελάει: 

- Τώρα που είπες κεραμίδι, μού λέει, ξέρεις τι άλλο μου συνέβη τελευταία ; Μιλάμε για κορυφαία φάση, εκεί που λες ότι το έχεις τερματίσει το παράλογο, αυτό εξακολουθεί να καλπάζει αφηνιασμένα.

- Τι έγινε πάλι;

- Συν όλα τα άλλα τα όμορφα, έτρεχα τον περασμένο μήνα στην εφορία. Μου έβαλαν ΕΝΦΙΑ για ένα σπίτι που έχω πουλήσει, πάνε δέκα περίπου χρόνια τώρα!!! Με τις προσαυξήσεις, το μαλλί πήγε περίπου στο χιλιάρικο, το διανοείσαι ;;;;!!!

Πήγα να πνιγώ καθώς τον άκουγα να μου τα λέει αυτά. 

- Καλά ρε συ, δεν είχες κάνει συμβόλαιο;  Δεν το είχες δηλώσει τότε στην εφορία ;

- Φυσικά ρε Τρύφωνα. Και τότε έκανα ότι όριζε ο νόμος και τώρα τους προσκόμισα πάλι τα πάντα, όλα τα στοιχεία.

- Και;

- Μου ζήτησαν συγνώμη λέγοντας μου ότι πιθανόν να είχαν χαθεί τα στοιχεία στο σύστημα !!!

- Ήμαρτον !!

- Θα γίνει τελικά διόρθωση αλλά υπάρχει πρόστιμο 140 ευρώ επειδή θα γίνει εκπρόθεσμα !!!

- Έλεος !! Τι έκανε λέει ;;;;!! Εκείνοι έκαναν λάθος και θα πληρώσεις και πρόστιμο από πάνω;;!!

- Όπως το ακούς ! Θα μου κάνουν χάρη όμως επειδή είμαι άνεργος και το πρόστιμο θα πέσει τελικά στα 105 ευρώ !!! Πρέπει να πω κι ευχαριστώ στα κτήνη, το καταλαβαίνεις ;;;;!!!

Ακούγοντας όλα αυτά τα εξωφρενικά που μου έλεγε ο Γιάννης, με έλουσε κρύος ιδρώτας και τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν. Σε μια γωνιά της καφετέριας νόμισα ότι είδα τον Beckett και τον Ionesco να μου χαμογελάνε ενώ ο Sartre βάραγε καμπάνες μέσα στο κεφάλι μου : « Η κόλαση είναι οι άλλοι, η κόλαση είναι οι άλλοι ».

Μείναμε στο καφέ μέχρι που πήρε να βραδιάζει. Οι λέξεις έγιναν νότες. Νότες μελαγχολικής σονάτας ανοιξιάτικα. Ένα γιασεμί που δε λέει να ανθίσει. Όταν είπαμε καληνύχτα, τον παρατηρούσα καθώς απομακρυνόταν σκυφτός και γερασμένος. Βαριόμοιρη χώρα μου, αναλογίστηκα. 

Δεν ξέρω Jean-Paul αν η τελικά η κόλαση είναι οι άλλοι. Αυτό που ξέρω είναι ότι εκείνοι που διαφεντεύουν τις μοίρες μας είναι σάρκα από τη σάρκα μας. Ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο χειρότερος εαυτός μας. Δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις, δεν μπορείς να τον αιφνιδιάσεις, σε ξέρει σαν κάλπικη δεκάρα και μια ολόκληρη ζωή αγωνίζεσαι (αν αγωνίζεσαι) εναντίον του.

Καληνύχτα Γιάννη. Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα..

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Η πιο σκοτεινή ώρα


Αποτέλεσμα εικόνας για εκλειψη ηλιου εικονες

//////////////////////////////////////////////////////////////
Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας
/////////////////////////////////////////////////////////////

Η ζημιά η μεγάλη συνίσταται σ' αυτό το modus vivendi αλλά κυρίως το modus operandi της αριστεράς που αποπνέει πρωτογονισμό, βαρβαρότητα και μεταλλάσσει χυδαία τη κοινωνία μας ξεριζώνοντας παραδοσιακές αξίες και ήθη. 

Πέρα από πολιτικές εκτιμήσεις, στη καθημερινή μας πρακτική, στις πλείστες εκφάνσεις της δραστηριότητάς μας το βλέπεις, το νιώθεις, το γεύεσαι στο λόγο, στη πράξη, στα συμφραζόμενα, στα καινούργια ειωθότα. Ακόμα και χθες να ερχόταν στα πράγματα η Νέα Δημοκρατία η πληγή είναι βαθιά και χαίνουσα και θα απαιτηθεί πολύς χρόνος για να επανέλθει η τάξη των πραγμάτων.

Στην αριστερά δεν υπάρχει κανένα άλλοθι όπως δεν υπάρχει και κανένα ηθικό πλεονέκτημα.

 Όπως οι πρόγονοί τους έτσι κι ετούτοι εδώ σοβιετία θέλουν να εγκαθιδρύσουν όπου η νομενκλατούρα θα απολαμβάνει το χαβιάρι στις ντάτσες και ο λαός θα πένεται και θα φυτοζωεί με επιδόματα και δελτία.

Ο Διονύσιος Σολωμός είπε «Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».

Μέρα τη μέρα γκρεμίζουν την αλήθεια για να γκρεμίσουν το Έθνος. 
Γαλουχημένοι απο τα γεννοφάσκια τους κι εμμονικοί, ψυχωτικοί στη γραμμή του ότι δεν υπάρχουν έθνη και κράτη. 

Πιστοί μαρξιστές οι οποίοι δια της υποχρεωτικής δικτατορίας του προλεταριάτου θα συνθλίψουν την αστική τάξη και θα δημιουρήσουν τη νέα κοινωνία. Σε ελεύθερη μετάφραση, στα καθ'ημάς γιγαντώνουν τον κρατισμό διορίζοντας αφειδώς δημιουργώντας έτσι το νέο «προλεταριάτο », τον στρατό τους για τη τελική εφόρμηση προκειμένου να κατακτήσουν πέραν του κράτους την απόλυτη εξουσία. 

Κάποτε το ηρωικό Σύνταγμα Μακρυγιάννη έσωσε την Αθήνα και συνέβαλε καθοριστικά στην αλλαγή του ρου των γεγονότων. Σήμερα τα υγιή κομμάτια του ελληνικού λαού με επικεφαλής τη Νέα Δημοκρατία πρέπει να αποτελέσουν το νέο Σύνταγμα Μακρυγιάννη.

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Ο κυβερνήτης





/////////////////////////////////////////////////////////////
Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας
/////////////////////////////////////////////////////////////


Ο δικός μας μικρόκοσμος δεν είναι ο κόσμος όλος...

Κι όμως επιμένουμε, είμαστε ακλόνητοι και αμετακίνητοι. Έτσι είναι πάει και τελείωσε. Αφού έτσι το βίωσα, εκείνο το χρώμα είχε, το δε νόημά του είναι αυτό που αντιλαμβάνομαι εγώ. Ο φακός της δικής μου αντίληψης εγκλωβίζει σε συγκεκριμένα καρέ και άλλα δεν υπάρχουν. Ανθίζει το δέντρο μέσα μας. Εμπειρία το βαφτίζουμε. Τέρας ανθίζει μέσα μας, αλλοιώνει τη κρίση μας, εκτρέπει τον χαρακτήρα μας, σκληραίνει το πρόσωπό μας. Εγωισμός τ΄ όνομά του.

Ο διάλογος θα ήταν μια κάποια λύση πλην όμως δεν διαλεγόμαστε. Επιβαλλόμαστε. Με τη λεκτική τη βία . Ο διάλογος εκπνέει. Ζήτω ο μονόλογος! Ο παράλληλος .

 Τα επιχειρήματά μου είναι διάτρητα, έχω όμως τη φωνή μου. Η φωνή μου είναι το καλύτερο επιχείρημά μου γιατί είναι δυνατή. Όχι που θα μου βγουν οι άλλοι οι άσχετοι. Έτσι το βίωσα, έτσι το γνωρίζω, έτσι λειτουργεί. Μία επιλογή θα αφήσω στους άλλους. Να συμφωνήσουν μαζί μου γιατί εγώ ξέρω να αποστομώνω, η δική μου γνώση είναι αποδεδειγμένη, είναι στέρεη, έχει «μπετονάρει ». Μόνο εγώ.

Το να «είσαι» ισοδυναμεί με το να «βλέπεις». Αυτό που βλέπουμε ισοδυναμεί με αυτό που είμαστε. Δεν μπορούμε ν΄ αλλάξουμε αυτό που βλέπουμε αν δεν δεν αλλάξουμε αυτό που είμαστε.

                                                  //////////////////////////////////////

Ένα θωρηκτό βρισκόταν σε γυμνάσια στη θάλασσα. Νυχτερινή βάρδια στη γέφυρα.
Ορατότητα κακή, πυκνή ομίχλη κατά τόπους. Ξαφνικά, ο σκοπός στη γέφυρα αναφέρει: 

- Φως από τη δεξιά πλευρά.

- Σταθερό ή απομακρύνεται; φωνάζει ο κυβερνήτης.

- Σταθερό κύριε πλοίαρχε, απαντάει ο σκοπός. Αυτό σήμαινε ότι βρισκόμασταν σε επικίνδυνη πορεία σύγκρουσης με άλλο πλοίο.

- Σηματωρέ στείλτους σήμα, είμαστε σε πορεία σύγκρουσης, συνιστούμε αλλάξτε πορεία κατά 20 μοίρες.

Μας απάντησαν με το εξής σήμα: 

- Συνιστούμε αλλάξτε εσείς πορεία 20 μοίρες.

Ο κυβερνήτης σ΄ εμάς φωνάζει :

 - Στείλε τους, είμαι πλοίαρχος, αλλάξτε πορεία 20 μοίρες τώρα!

Νέα απάντηση από τους άλλους: 

 - Είμαι επικελευστής, καλύτερα ν΄ αλλάξετε εσείς πορεία.

Ο κυβερνήτης είναι πλέον εν εξάλλω! 

- Είμαι πλοίαρχος, κυβερνήτης θωρηκτού! Σε διατάσσω όπως αλλάξεις πορεία κατά 20 μοίρες ευθύς αμέσως!

Η απάντηση ήρθε αμέσως: 

- Είμαι φάρος!

                                              ///////////////////////////////////////////

Ατέρμονες οι φορές που έχουμε προσκρούσει σ΄ έναν «κυβερνήτη» στη καθημερινότητά μας ή οι άλλοι έχουν προσκρούσει σ΄ εμάς όταν παριστάνουμε εμείς τον «κυβερνήτη»

Ο δικός μας μικρόκοσμος δεν είναι ο κόσμος όλος....

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Για την αλήθεια

Αποτέλεσμα εικόνας για θεσσαλονικη εικονες



Για την αλήθεια ρε γαμώτο !

(Μαζί σου, αλλά για ποια αλήθεια μιλάς ;)


////////////////////////////////////////////////////////////////
Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας
///////////////////////////////////////////////////////////////


Τις προάλλες τηλεφωνήθηκα με τον φίλο μου τον Γιάννη και είπαμε να τα πούμε από κοντά κάπου στη παραλιακή. Δώσαμε ραντεβού κοντά στις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου. Με την ευκαιρία θα ρίχναμε και μια-δυο βόλτες πάνω κάτω γιατί, κακά τα ψέματα, τα τελευταία χρόνια προσέχουμε όλο και λιγότερο τον εαυτό μας και « στρογγυλεύουμε » όλο και περισσότερο.

Τελικά, αφού κάναμε μισή βόλτα με το ζόρι - πολύ λάδι και λίγη τηγανίτα, χαρακτηριστικό αρκετών Νεοελλήνων - πιάσαμε ένα παγκάκι με έναν φτωχό - όπως τα περισσότερα πράγματα σήμερα - ίσκιο να μας ψευτοκαλύπτει.

- Κοίτα ρε τα κωλόπαιδα, πάλι λέρωσαν τα μνημεία, τι σκατολαός είμαστε!!

- Γιάννη, άμα είναι να αρχίσεις πάλι τα « γαλλικά » - πόσο αντιπαθώ αυτή την έκφραση και όμως τη χρησιμοποιώ κι εγώ συχνά, όπως τόσα άλλα από τα οποία έχω αλωθεί - εγώ έφυγα, να το ξέρεις! Είπαμε να πάμε μια βόλτα να χαλαρώσουμε, όχι να είμαστε στη τσίτα συνέχεια !

- Ρε Τρύφωνα, για την αλήθεια ρε γαμώτο!

- Μαζί σου, αλλά για ποια αλήθεια μιλάς;

- Τα παιδιά, οι Los Lampicos κάνουν ότι μπορούν να καθαρίζουν μνημεία,παγκάκια, τοίχους και μετά έρχονται αυτοί οι αληταράδες και τα βρωμίζουν πάλι!

- Δίκιο έχεις, αλλά τι να κάνουμε;

- Σωστά, τι να κάνουμε.. η παρτάρα μας και στη καρακοσμάρα μας..

- Γιάννη, προτού αρχίσεις πάλι να παριστάνεις τον δικαστή Dredd ή τον Ράμφο τον διανοητή σκέψου ότι δεν είσαι ο μόνος που αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, δεν είσαι ο μόνος που δικαιούται να είναι οργισμένος και να θυμώνει ή να βρίζει. Απλά άλλοι σκέφτονται φωναχτά και άλλων η οργή είναι βουβή. Δεν βλέπεις τι γίνεται, πχ τον τελευταίο καιρό με το Mega ; Εκεί δηλ, δεν ισχύει το «Για την αλήθεια ρε γαμώτο ! » ;

- Μαζί σου, αλλά για ποια αλήθεια μιλάς ; Και σε τελικά ανάλυση σιγά να μη στάξω δάκρυ για τα λαμόγια, τους καναλάρχες!

- Ναι σωστά, να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα αλλά όχι η δικιά μου.

- Ρε συ, πας καλά ; Σιγά να μη βάλω τη γάτα μου να κλαίει για τον Μπόμπολα, τον Βαρδινογιάννη, τον Ψυχάρη και τα θαλασσοδάνεια τους που βούλιαξαν το κανάλι!! Να εξυγιανθεί και ας αλλάξει χέρια ιδιοκτητών. Και στο τέλος ,ποιος έχει ασχοληθεί με τις χιλιάδες απολύσεις άλλων ιδιωτικών υπαλλήλων που δεν έχουν πρόσβαση στο γυαλί;

Η κουβέντα είχε αρχίσει να γίνεται αχταρμάς. Και οι δύο συμφωνούσαμε στα βασικά αλλά η συζήτηση εκφυλιζόταν στο ποιος φωνάζει πιο πολύ και ποιος θα τη πει σε ποιον μέσω παράλληλων μονολόγων - χαρακτηριστικό κι αυτό αρκετών Νεοελλήνων.

- Εγώ μια χαρά πάω, και δεν σου μιλάω γι΄ αυτούς που ανέφερες ούτε για τα συνολάκια της Τρέμη ούτε για τα κοστούμια του Πρετεντέρη . Το Mega για μένα είναι ένας τεχνικός που του κοινοποίησε έξωση ο ιδιοκτήτης του. Και έχει δυο παιδιά στο σχολείο…Το Mega για μένα είναι ένας άλλος που είπε ότι πηγαίνει στις λαϊκές αγορές και ζητά τα σαπάκια από τους πάγκους… Το Mega για μένα είναι μία υπάλληλος του καναλιού που ζήτησε πίστωση για πράγματα αξίας 18 ευρώ – κι ο διευθυντής του καταστήματος της είπε να πάρει περισσότερα… Τόσες και τόσες ιστορίες… Που θα παραμείνουν ανείπωτες ενώ βιώνονται με τον χειρότερο τρόπο γιατί δεν σ΄αφήνει η περηφάνια να βγάλεις προς τα έξω την ανάγκη σου…Η βουβή οργή που σου έλεγα νωρίτερα…

Για την αλήθεια ρε γαμώτο! Αλλά για ποια αλήθεια μιλάς;

Για την αλήθεια που είχαμε μια ζωή σε τάξη ή για την αλήθεια ότι ζούσαμε σε μια εικονική πραγματικότητα για χρόνια όπου πολλές οικογένειες είχαν τρία αυτοκίνητα, 6 κινητά, στεγαστικά, καταναλωτικά, 10 πλαστικές κάρτες, γαμοδάνεια, εορτοδάνεια, διακοποδάνεια;

Για την αλήθεια ρε γαμώτο! Αλλά για ποια αλήθεια μιλάς;

Για τους σάπιους πολιτικούς; Και αυτοί πώς μας προέκυψαν; Με αλεξίπτωτο; Και όταν εγώ έβαζα μέσον για να διοριστώ εγώ ο ίδιος ή το παιδί μου γράφοντας στα παλιά μου τα παπούτσια έννοιες όπως αξιοκρατία και ηθική ποιος ήταν τότε ο σάπιος;

Για ποια αλήθεια λοιπόν και για ποιο Mega;

Των μετόχων και των υψηλόβαθμων στελεχών ή των εργαζομένων που οι ιθύνοντες μήνες τώρα αδιαφορούν αν - οι εργαζόμενοι - είναι χορτάτοι ή πεινάνε και αύριο μπορεί να βγουν στο δρόμο χωρίς ειδοποίηση;

Και οι σκατόψυχοι που επιχαίρουν; Ποια αλήθεια εκφράζουν αυτοί;

Κι επειδή ο άλλος είναι άνεργος και δυστυχισμένος πόσο μαλάκας πρέπει να είμαι εγώ για να θεωρώ ότι η δικιά μου κατσίκα δεν κινδυνεύει να ψοφήσει κι αυτή ;

Για την αλήθεια ρε γαμώτο !

(Μαζί σου, αλλά για ποια αλήθεια μιλάς;)

Πήρε να βραδιάζει. Το μούχρωμα στον Θερμαϊκό έχει πάντα κάτι το ιδιαίτερο. Στο μυαλό μου ήρθε το μούχρωμα του Μαβίλη:


 Μούχρωμα


Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα

και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει·

στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει

ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα,


χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα,

που η ψυχή τη γαλήνη προμαντεύει,

την αιώνια γαλήνη, και αγναντεύει

σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα


αξέχαστη· ξανθές κρινοτραχήλες

αγάπες, γαλανά βασιλεμένα

μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες


και δάκρυα· πλάνα δώρα ζηλεμένα

της ζήσης, που αχνοσβιέται και τελειώνει

σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει. 


Ο κυβερνήτης

  / //////////////////////////////////////////////////////////// Γράφει ο Τρύφωνας Παπαλεωνίδας ////////////////////////////////////////////...