( Εισαγωγικό σημείωμα )
- Παιδιά, να παίξω μαζί σας;
- Ναι, αμέ έλα!
Λίγα τα αυτοκίνητα που περνούσαν τότε, παίζαμε μπάλα με τις
ώρες. Για να ξεδιψάσουμε πίναμε νερό από το λάστιχο ή στο παντοπωλείο του
κύριου Αλεξανδράκη ή στο ψιλικατζίδικο του κύριου Θεόφιλου, Λέσβου και Πόρου
γωνία.
Με τη βάρκα της μνήμης θα πάω στον «Πλάτανο» στη μικρή
πλατεία, στον «Σβίγκο», στις ψάθινες
καρέκλες με το χαλίκι κάτω,στο βάθος. Το καφενείο δίπλα με τους μεζέδες, μικρά
τετράγωνα ψωμάκια με τυρί και λουκάνικο. Απέναντι το μανάβικο με τον Σάκη με τη
βροντώδη φωνή, ο φούρνος, το φαρμακείο της Νάντιας, η ψησταριά οι Μερακλήδες.
Η λαϊκή στη Νάξου, το πολύβουο μελίσσι των ανθρώπων,
πανδαισία από χρώματα και μυρωδιές. Η Νάξου με το εκκλησάκι του Αι-Νικόλα,
απέναντι το υποδηματοποιείο « ΚΥΚΝΟΣ» με τον καλοσυνάτο μάστορα.
Η Καλλιφρονά- η οικογένεια των Καλλιφρονάδων των πολιτικών-
ποτάμι μεγάλο η Νάξου, ποτάμι και η Καλλιφρονά.
Ένα αγόρι την ανεβαίνει κρατώντας το χέρι του πατέρα του
για να πάει και να σταθεί στη γωνία Αγίας Ζώνης και Καλλιφρονά, δίπλα στο
περίπτερο, περιμένοντας το σχολικό να περάσει. Ο πεζόδρομος έγινε αργότερα.
Οδός Πόρου…
Τρύφωνας Παπαλεωνίδας
/////////////////////////////////////////////////////////////
Μαριάνθη Μπέλλα
Εκπαιδευτικός Δ.Ε.
Η οδός Πόρου
Πρόκειται για ένα στενό και ήσυχο δρόμο ανάμεσα στην
Δροσοπούλου και τη Νάξου, που δίνει την αίσθηση της παλιάς γειτονιάς. Πάνω στο
δρόμο έχουν διασωθεί αρκετά μονώροφα και διώροφα σπίτια με επίπεδη στέγη και
απλοποιημένη αρχιτεκτονική της περιόδου 1930-1955. Είναι όλα κτισμένα σε μικρά
οικόπεδα και διαθέτουν αυλή ή κήπο με δέντρα και λουλούδια.
Στη γωνία με την οδό Λέσβου συναντάμε ένα ερειπωμένο σπίτι,
που έχει σχεδόν καταρρεύσει. Οικοδομήθηκε το 1912 από τον εργολάβο Π.
Κωνσταντίνου, με όλα τα στοιχεία ενός ώριμου και όψιμου νεοκλασικισμού στην
κλίμακα της αθηναϊκής συνοικίας. Στο σπίτι αυτό κατοικούσε για πολλά χρόνια η
οικογένεια Ι. Μοσχωνά. Αν και χαρακτηρίστηκε διατηρητέο εγκαταλείφτηκε από τους
ιδιοκτήτες του και τώρα ρημάζει ζωσμένο
με συρματόπλεγμα που υπενθυμίζει την επικινδυνότητα του.
Διαφορετική εικόνα συναντάμε στην απέναντι γωνία της Πόρου
με τη Λέσβου, όπου λειτουργεί από το 2011 ο πολυχώρος πολιτισμού «Διέλευσις»,
που οργανώνει διαλέξεις, παρουσιάσεις βιβλίων, θεατρικές παραστάσεις και
εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας.
//////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Κύκλοι ζωής και θανάτου στην οδό Πόρου
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
Στην Κυψέλη, στη γωνία Λέσβου και Πόρου στέκει ετοιμόρροπο
ένα σπίτι.
Ένας από τους πιο συμπαθείς δρόμους της Κυψέλης
είναι η οδός Πόρου ανάμεσα στη Δροσοπούλου και την Αγίας Ζώνης. Και είναι ένας
δρόμος που έχει υμνηθεί από τους σύγχρονους φωτογράφους και περιπατητές της
Αθήνας, γιατί εκεί αισθάνονται την κλίμακα της αθηναϊκής συνοικίας και εκείνο
το ειδικό, όσο και απροσδιόριστο, άυλο βάρος της ταπεινότητας, της χάρης, της
κοσμιότητας και της εσωτερικευμένης γαλήνης.
Με αυτόν τον τρόπο, η μικρή οδός Πόρου ανελκύστηκε στον
αφρό της νέας αθηναϊκής ζωής. Στην ήρεμη οδό Πόρου, και παρά τις πρόσφατες
άχαρες πολυκατοικίες, αισθάνομαι συχνά ότι εκεί επιζεί μια εικόνα αθηναϊκής
ζωής, πολύ βαθιά καταχωρισμένης στη μνήμη. Είναι τα μικρά μονώροφα ή διώροφα
σπίτια με επίπεδη στέγη, ενός απλοποιημένου τύπου, της περιόδου 1930-1955. Ολα
χτισμένα σε μικρά οικόπεδα με αυλή ή κήπο μπροστά, συχνά με χιώτικο γιασεμί ή
ένα οπωροφόρο, με πολύ απλούς χώρους μέσα, δύο τρία δωμάτια μπροστά για σαλόνι
και μικρή τραπεζαρία, και συνήθως δύο μικρές κρεβατοκάμαρες, ένα λουτρό και μία
κουζίνα. Ηταν ο πυρήνας μιας απλής αθηναϊκής ζωής.
Τις προάλλες που είχα βρεθεί εκεί κοντά περπάτησα την οδό
Πόρου ώς τη γωνία με την οδό Λέσβου γιατί μου είχε τραβήξει την προσοχή ένα
σπίτι. Οι περίοικοι θα το γνωρίζουν ως ένα επικίνδυνο ερείπιο, καθώς το σπίτι
έχει σχεδόν καταρρεύσει. Είναι ένα παλιό σπίτι για τα δεδομένα της περιοχής,
αφού θα πρέπει να χτίστηκε ανάμεσα στο 1915 και το 1923, με όλα τα στοιχεία
ενός ώριμου και όψιμου νεοκλασικισμού στην κλίμακα της αθηναϊκής συνοικίας.
Είναι ζωσμένο με αποτρεπτικό δίχτυ που υπενθυμίζει την επικινδυνότητα του
σημείου και υπογραμμίζει τον ρόλο του ως ενός παρία στη γειτονιά.
Το πλησίασα από την οδό Λέσβου όπου μέσα από τη μία εξώθυρα
μπορούσε κανείς να δει το εσωτερικό. Ηταν η είσοδος που οδηγούσε στην κατοικία
του πρώτου ορόφου, γι’ αυτό το μόνο που μπορούσα να δω ήταν η ξύλινη σκάλα.
Είναι μια πολύ γνώριμη εικόνα σε κάθε κυνηγό λαθραίων ανοιγμάτων σε παλιά και
ακατοίκητα σπίτια. Σπίτια που έχουν μείνει σε αχρησία επί δεκαετίες, αφήνουν σε
κρυπτική θέα τα κλιμακοστάσια, συχνά περίτεχνα, ξύλινα ή μαρμάρινα, να
ανεβαίνουν σε σκοτεινούς ορόφους. Στη Μητροπόλεως, στην Αχαρνών, στην Πατησίων,
στη Λιοσίων, υπάρχουν βουβές και σκοτεινές σκάλες πίσω από σπασμένους φεγγίτες.
Αλλά αυτό το σπίτι στη γωνία της οδού Λέσβου και Πόρου, που
θα έζησε μια καλή ζωή για πολλές δεκαετίες, στέκει τώρα απόβλητο. Είναι προς
αποφυγήν και η παρουσία του μοιάζει να ενοχλεί καθώς ούτε η ευγενής, πλην
καταρρακωμένη, μορφή του, ούτε ο πρότερος έντιμος βίος, ούτε το ιστορικό του
αποτύπωμα, μπορούν να είναι αντίλογος στην αίσθηση του κινδύνου και της
ρυπαρότητας με την οποία πλέον οριστικώς και τελεσιδίκως ταυτίζεται.
Σαν αυτό το σπίτι της οδού Λέσβου υπάρχουν αναρίθμητα στην
Αθήνα, στο κέντρο και στις γειτονιές. Είναι ένα πολιτισμικό απόθεμα, το οποίο
επί της ουσίας είναι ανεπιθύμητο για τους περισσότερους, καθώς είναι
συνυφασμένο με άνιση σχέση επένδυσης και απόσβεσης, με κόπο και γραφειοκρατία,
με φόρους και δυσχέρειες. Είναι σαν βαλσαμωμένοι φρουροί μιας πόλης που έχει
αποσυρθεί και που μένει ακίνητη χωρίς πρόταση για το μέλλον.
Το σπίτι στη γωνία της οδού Λέσβου και Πόρου παράγει, όμως,
μυθολογία και ως ύλη συμβάλλει στην άυλη παράδοση της γειτονιάς.
/////////////////////////////////////////////////////////////////
Η πλατεία του Πλάτανου
Βρίσκεται στη συμβολή των οδών Καλλιφρονά και Αγίας Ζώνης,
στα βόρεια του Ασύλου Ανιάτων. Πήρε το όνομά της από τον πανύψηλο πλάτανο ηλικίας
250 ετών, που βρίσκεται στη μία άκρη της, περιτειχισμένος στη βάση του. Ο πλάτανος αυτός θεωρείται
προστατευόμενο είδος και ανήκει στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου. Παλιά στη
θέση της πλατείας βρισκόταν ένα κτήμα που έφερε την ονομασία «Πλάτανος» από τον
ίδιο αιωνόβιο πλάτανο, στις ρίζες του οποίου υπήρχε η πηγή που προαναφέραμε.
Στην πλατεία βρίσκεται ένα παλιό καφενείο του 1938 (σήμερα
λειτουργεί ως εστιατόριο), στο οποίο γυρίστηκε μια σκηνή από την ταινία «Η θεία
από το Σικάγο» (1957), με τον Ορέστη Μακρή να συζητά με τους φίλους του πώς θα
καταφέρει να παντρέψει τις τέσσερις κόρες του. Πάνω στην πλατεία λειτουργούσε
επίσης για πολλά χρόνια η ταβέρνα του Σβίγκου, που λέγεται ότι πήρε το όνομά
της από τους σβίγκους, τα παραδοσιακά γλυκίσματα που μοιάζουν με λουκουμάδες,
τα οποία πρόσφερε το κατάστημα.
Η πλατεία αποτελεί μια όαση πράσινου με τις μουριές που
δίνουν πλούσια σκιά, τα καφενεία και τα εστιατόρια, στα οποία συχνάζουν πολλοί
Κυψελιώτες. Όμως, παρά την ιστορία της και τη μοναδικότητά της παραμένει
αναξιοποίητη.
Τὸ σπίτι που γεννήθηκα
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι και με προσκαλεί ψυχή και με προσμένει.
Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του τα νιάτα.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα
και ανόθευτο και αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.
Της πόρτας του η παλαιική κορώνα, ώ! να, ή καμάρα!
Μόνο οι χορδές της λείπουνε για να γενή κιθάρα
να συνοδέψει του σπιτιού τ’ ολόχαρο τραγούδι,
προς το παιδί, γυρίζω ανθός, δροσιά, ξεπεταρούδι,
πάω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη,
στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι.
Ας ήρθαν τα γεράματα κι ας κύλησαν οι χρόνοι,
Απ’ το ψιμύθρι του αλλασμού κι απ’ του χαμού τη σκόνη,
και απείραχτο κι ανέγγιχτο στη Μοίρα αγνάντια στέκει,
κι από τον κήπο του για με χλωρά στεφάνια πλέκει.
Του κάκου οι έγνοιες, οι καιροί, πληγές καρδιών και τόπων.
Τα μάτια μου άλλα, κι άλλα είναι τα μάτια των ανθρώπων.
Από την ισκιερή εμπατή στη φωτισμένη σάλα
Με τ’ ακριβό ρόλοϊ χρυσό στην κρυσταλλένια γυάλα,
Όλα βαλμένα ρυθμικά, γιορτιάτικα ντυμένα,
προσώπατα, αντικείμενα, με καρτερούν εμένα.
Στο πλάϊ της δούλας της πιστής η αρχόντισσα γιαγιά μου
και η ρήγισσα της προκοπής, η μάνα μου, ω χαρά μου!
το στερνογέννητο καρπό στην αγκαλιά, και πέρα,
μπρός σε χαρτιά το φάντασμα γνοιασμένο του πατέρα.
Και μεσ’ απ’ τους ανασασμούς του ρόδου και του δυόσμου
και δουλευτής και φυτευτής του κήπου, ο αδελφός μου.
Και πιο βαθιά ,κατάβαθα, σαν άλλου κόσμου πλάση
Του πρώτου πόθου το ιερό προφήτεμα, η παιδούλα!
Στη χαραυγή μου γέλασμα, στη δύση μου τρεμούλα.
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.
Στοιχειό και σαν απάτητο, με ζη και με προσμένει.
Κωστής Παλαμάς
////////////////////////////////////////////////////////////////////
ΠΗΓΕΣ